Η παρούσα ανάρτηση δεν αποτελεί απάντηση στον Τάκη Φωτόπουλο. Είναι περισσότερο η έκφραση απογοήτευσης όχι για ένα καλό αρθρογράφο της Ελευθεροτυπίας αλλά για ένα άνθρωπο που οι λίγοι ελευθεριακοί της εποχής μας, στις αρχές της δεκαετίας του 90 τον μάθαμε από την επιθεώρηση «Κοινωνία και Φύση», έκδοση που ήρθε να καλύψει ένα κενό που βέβαια παραμένει. Ένα προταγματικό κενό μέσω ενός υγιούς διαλόγου ανθρώπων που ο λόγος τους ξεπερνούσε τον καθεστωτικό λόγο των κομμάτων, των συνδικάτων ή άλλων παρωχημένων λειτουργικών ή δήθεν οργανικών διανοουμένων και ήταν αφορμή για ένα διάλογο μέσα στο κοινωνικό κίνημα που ξεπερνούσε την άγονη αντιπαράθεση με τους θεσμούς δίνοντας διέξοδο με την ψηλάφηση πρότασης για την κοινωνία. Αργότερα, η έκδοση «Δημοκρατία και Φύση», σχεδόν συνέχεια της προηγούμενης που σταμάτησε κι αυτή απότομα (αφού ήταν στο έλεος του εκδότη κι όχι αποτέλεσμα προσπαθειών ανθρώπων από το κοινωνικό κίνημα) με επιστολές μεταξύ των γιγάντων του απελευθερωτικού προτάγματος (Μπούκτσιν-Φωτόπουλου), ο ΤΦ προχώρησε σχεδόν αμέσως στην ανάπτυξη του προτάγματός του, αυτού της περιεκτικής δημοκρατίας.
Κατά την αρθρογραφία του στην Ελευθεροτυπία ενίοτε και με διακριτικό τρόπο δεν παρέλειπε να συμβουλεύει τους αναρχικούς ή να εντοπίζει τις ελλείψεις του χώρου μας. Στο πρόσφατο άρθρο του όμως με μια ισοπεδωτική λογική τοποθετεί τον πολιτισμικό παράγοντα, με ένα ιδιόρρυθμο τρόπο στο εποικοδόμημα, προσαρτώντας και την έννοια της αυτό-οργάνωσης αποκλειστικά στην πολιτική σφαίρα. Φτάνει στο σημείο επίσης, με ισοπεδωτικό τρόπο να ταυτίζει συλλήβδην, όλες τις τοπικές προσπάθειες, τις επιτροπές αγώνα, τις μονοθεματικές κινήσεις στις οποίες συμμετέχουν και ελευθεριακοί (χάρη στην προσπάθεια των οποίων, έννοιες όπως αποκέντρωση, άμεση δημοκρατία κλπ. έχουν γίνει κοινός τόπος) με διάφορες καθεστωτικές δράσεις ΜΚΟ, ΑΜΚ, κλπ. «που η Χούντα ενισχύει… με στόχο την παραπέρα μείωση των κοινωνικών δαπανών». Με έλλειψη γνώσης για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα αφού μιλά για μποϋκοτάζ από τους μεταμοντέρνους του χώρου κάθε προσπάθειας για την ανάδειξη πολιτικού προτάγματος (πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει λόγω μποϋκοτάζ αλλά λόγω της προσπάθειας από μια μειοψηφία) ξεμπερδεύει και στα γρήγορα με τους Μπούκτσιν και Καστοριάδη που και οι δυο έχουν ελλείψεις σε κάποιες από τις τρεις προϋποθέσεις που θέτει ο ΤΦ: ή στην ανάλυση ή στην παραγωγή θεσμικού πλαισίου ή στο μεταβατικό πρόγραμμα.
Δεν είναι ο χώρος το παρόν ιστολόγιο ούτε και η περίσταση για να γραφτούν θέσεις τόσο για όλα αυτά όσο και να απαντηθούν αυτά που ο ΤΦ προσάπτει με αυθαίρετο τρόπο. Ξέρουμε πολύ καλά ότι οι αδιαμεσολάβητες κινήσεις στο μερικό όπως και οι αμεσοδημοκρατικές τοπικές πρακτικές δεν οδηγούν στη λύση για το πολιτειακό ζήτημα αλλά σίγουρα ενισχύουν την καλλιέργεια των ανθρώπων σε αδιαμεσολάβητες σχέσεις ισότητας και αλληλεγγύης και αυτό είναι πολλαπλά πολύτιμο. Από τη μια σε κάνουν να προχωράς και από την άλλη σου δίνουν την ευκαιρία να αφουγκραστείς το πώς. Το πολιτικό βέβαια στο οποίο είμαστε πίσω, δεν είναι διότι δεν γίνονται προσπάθειες αλλά είναι άλλο να δίνει τη λύση η αρχή του ενός κι άλλο να το προσεγγίζεις συλλογικά και μάλιστα δημοκρατικά. Αυτό βέβαια μπορεί και να θεωρείται χάσιμο χρόνου για τον ΤΦ που έχει το πρόταγμα ήδη έτοιμο, εδώ και μια δεκαετία, αλλά μάλλον έτσι δημιουργούνται εποικοδομητικές σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη και σημαντικές προσωπικές προσπάθειες που πραγματοποιούνται.
Αυτά, λοιπόν και κρίμα που σταμάτησε ένας διάλογος που δεν ξεκίνησε ποτέ. Αναμένοντας την εδώ και μια δεκαετία ανάπτυξη της περιεκτικής δημοκρατίας που θα προσελκύσει μέσω της ανάδειξης του προτάγματος, το «σημαντικό ενδιαφέρον των πολιτών».
ΓΚ
Το κείμενο του ΤΦ στην Ελευθεροτυπία:
Η κοινοβουλευτική Χούντα, με τον ηγετίσκο της να αγκαλιάζει τώρα και τους χειρότερους ρατσιστές και Σιωνιστές εγκληματίες όπως ο Λίμπερμαν, καθημερινά αποθρασύνεται όλο και περισσότερο, γκρεμίζοντας και τις τελευταίες κοινωνικές κατακτήσεις, και συνακόλουθα συγκεντρώνοντας τα ενθουσιώδη συγχαρητήρια των ντόπιων και ξένων ελίτ. Έτσι, μετά την κατεδάφιση των συλλογικών συμβάσεων―δήθεν για να βοηθήσει προβληματικές επιχειρήσεις μέσω των επιχειρησιακών συμβάσεων αλλά στη πραγματικότητα, όπως έγινε πια φανερό, για να βοηθήσει την παραπέρα ληστρική κερδοφορία τους σε βάρος των εργαζομένων― ήλθε η σειρά της κατάργησης των φθηνών αστικών μεταφορών ως δημοσίας υπηρεσίας, η οποία, με το πετσόκομμα της δημόσιας επιχορήγησης, μετατρέπεται από τους Χουντικούς «σοσια-ληστές» σε ανταγωνιστική υπηρεσία στο δρόμο της ιδιωτικοποίησης! Και αύριο ετοιμάζεται το ξεπούλημα κάθε κοινωνικού πλούτου που, σε συνδυασμό με το «άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων» κλπ, θα οδηγήσει στην πλήρη ένταξη μας στον νέο πανευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας που υλοποιεί η ΕΕ με μοχλό την οικονομική κρίση. Συνοπτικά, ο νέος αυτός καταμερισμός προϋποθέτει την «Κινεζοποίηση» των εργασιακών συνθηκών και την καταβαράθρωση της δημόσιας υγείας, παιδείας και κοινωνικών υπηρεσιών, ενώ συνεπάγεται τη μαζική ανεργία και φτώχεια για τους πολλούς και την χλιδάτη άνεση για τους λίγους, καθώς και τον απόλυτο έλεγχο της ίδιας της ζωής μας από τις ξένες και ντόπιες ελίτ!
Το ερώτημα όμως που γεννιέται είναι πού οφείλεται η (επιφανειακά τουλάχιστον), εντελώς περίεργη απάθεια των λαϊκών στρωμάτων που δέχονται να εμπαίζονται κατ’ αυτόν τον χυδαίο τρόπο με μυθολογίες για «μονοδρόμους» και καταστροφολογίες από μια Χούντα μερικών δεκάδων επαγγελματιών πολιτικάντηδων (και τα ελεγχόμενα από τις ελίτ ΜΜΕ) που θρασύτατα επιβάλλουν τα πιο κτηνώδη μέτρα σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, χωρίς την παραμικρή νομιμοποίηση γι’ αυτά; Κατά τη γνώμη μου, η φαινομενική αυτή απάθεια, η οποία συγκαλύπτει μια συσσωρευμένη οργή, οφείλεται στον συνδυασμό δυο βασικών παραγόντων. Πρώτον, στην ιστορική απουσία ενός ακομμάτιστου κινήματος αυτό-οργάνωσης και, δεύτερον, στην ουσιαστική χρεοκοπία της Αριστεράς μας, την οποία θα εξετάσω στο επόμενο άρθρο.
Όσον αφορά στο κίνημα αυτό-οργάνωσης δεν εννοώ τις κινήσεις που δεν θεμελιώνονται σε συνολικό πολιτικό πρόταγμα (π.χ. τοπικά δίκτυα άμεσης ανταλλαγής, συνεταιρισμοί παραγωγών/καταναλωτών χωρίς μεσάζοντες, αγροτικές κολεκτίβες και οικο-κοινότητες, τοπικά νομίσματα και άλλες μορφές «κοινωνικής οικονομίας») ή τα αντίστοιχα πειράματα «από-ανάπτυξης». Ούτε, βεβαία, τις διάφορες «συνελεύσεις» που βλέπουν την δημοκρατία σαν διαδικασία και όχι σαν μορφή πολιτεύματος και είναι κατά κανόνα βραχύβιες, είτε διότι αναλώνονται στην υπεράσπιση συγκεκριμένων αιτημάτων, είτε διότι η απουσία δύναμης επιβολής των αποφάσεων τους δεν προσελκύει το σημαντικό ενδιαφέρον των πολιτών. Οι μορφές αυτές αυτό-οργάνωσης συνήθως είναι εντελώς ακίνδυνες για το σύστημα―γι’ αυτό τώρα ακόμη και η Χούντα ενισχύει διάφορες μορφές κοινωνικής οικονομίας και εθελοντικής εργασίας, με στόχο την παραπέρα μείωση των κοινωνικών δαπανών.
Αντίθετα, εννοώ, πρώτον, τις μορφές αυτό-οργάνωσης που πηγάζουν μέσα από το συνδικαλιστικό κίνημα (εργαζομένων, φοιτητών, αγροτών κ.λπ.) οι οποίες, αφού ξεπεράσουν τις κομματικές ηγεσίες που ευνουχίζουν κάθε πραγματικό αγώνα τους, δημιουργούν μονίμους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς για την έκφραση της βούλησής τους. Εάν υπήρχε παρόμοια παράδοση αυτόνομης συνδικαλιστικής αυτό-οργάνωσης (που στην Ελλάδα, για ιστορικούς λόγους, ήταν σποραδική) σήμερα θα μπορούσαν να είχαν συνενωθεί οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα με αυτούς στον ιδιωτικό, οι φοιτητές με τους συνταξιούχους, αλλά και τους ανέργους, και ν απέτρεπαν τη «σαλαμοποίηση» των αγώνων που με επιτυχία εφαρμόζει η Χούντα, οδηγώντας σε ένα μαζικό κίνημα που θα είχε ήδη οδηγήσει στην ανατροπή της.
Δεύτερον, εννοώ τη περίπτωση ανάπτυξης ενός μαζικού κινήματος αυτό-οργάνωσης που θα πήγαζε από ένα πολιτικό πρόταγμα και στρατηγική με στόχο την δημιουργία θεσμών αυτοδιεύθυνσης των πολιτών, μέσα από τις «δημοτικές» συνελεύσεις τους, και αυτοδιαχείρισης των εργαζομένων μέσα απο τις εργασιακές συνελεύσεις τους, στο πλαίσιο ενός νέου τύπου οικονομίας και πολιτείας που, αντί για την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα, θα θεμελιωνόταν στην αυτοδυναμία και την αλληλεγγύη1. Στην Ελλάδα, όμως, τέτοιου είδους προτάγματα μποϋκοτάρονται συστηματικά από τους μεταμοντέρνους που κυριαρχούν στον «ελευθεριακό» χώρο και θεωρούν «εξουσιαστικό» κάθε πολιτικό πρόταγμα, παίζοντας έτσι το παιχνίδι του συστήματος― που φυσικά στηρίζεται σε καθολικό πρόταγμα.
Εδώ όμως θα έπρεπε να κάνουμε μια σημαντική παρέκβαση για την έννοια του πολιτικού προτάγματος στα σημερινά ελευθεριακά προτάγματα. Τα δυο κυριότερα πολιτικά “προτάγματα” στον ελευθεριακό χώρο (τα υπόλοιπα είναι συνήθως παραλλαγές αυτών των δυο) είναι το Καστοριαδικό “πρόταγμα” της αυτονομίας και το Μπουκτσινικό πρόταγμα του κομμουναλισμού.2 Κατά τη γνώμη μου, όμως, κανένα δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ενός πλήρους πολιτικού προτάγματος, όπως έχω προσπαθήσει να δείξω αλλού.3 Ένα πλήρες πολιτικό πρόταγμα πρέπει να καλύπτει τρεις βασικές προϋποθέσεις: α) να έχει τη δική του ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας β) να κάνει τις δικές του προτάσεις για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που θ ανατρέπει την ουσία του σημερινού συστήματος και γ) να διαθέτει συγκεκριμένη μεταβατική στρατηγική. Μολονότι το Καστοριαδικό πρόταγμα καλύπτει την πρώτη προϋπόθεση, το δεύτερο στοιχείο αναμένεται να προκύψει «απροσδόκητα» από την αλλαγή σημασιών στα «βάθη της κοινωνίας» και φυσικά η οποιαδήποτε μεταβατική στρατηγική σε αυτό το πλαίσιο δεν έχει νόημα. Από την άλλη μεριά, το Μπουκτσινικό πρόταγμα υιοθετεί τον κομουνιστικό μύθο της κοινωνίας μετασπάνεως, στην οποία δεν απαιτείται στην πραγματικότητα καμία λήψη οικονομικών αποφάσεων για την κατανομή των πόρων. Το μόνο που απαιτείται σε αυτή την κοινωνία είναι κατά βάση ένα σύνολο από ηθικές αρχές που να καθοδηγούν τη κατανομή . Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κομμουναλιστικό πρόταγμα δεν προτείνει κανέναν μηχανισμό για την κατανομή των πόρων και αντί γι’ αυτό ο ίδιος ο Μπούκτσιν επιμένει ότι σε μια κομουνιστική κοινωνία μετασπάνεως «η ίδια η ιδέα μιας οικονομίας έχει αντικατασταθεί από ηθικές (αντί για παραγωγικές) σχέσεις». Το Μπουκτσινικό πρόταγμα επομένως δεν ικανοποιεί τη δεύτερη προϋπόθεση για ένα καθολικό πρόταγμα. Εάν σε αυτό προσθέσουμε ότι οι οπαδοί του Μπουκτσιν συνήθως δεν αναφέρονται στο βασικό στοιχείο της μεταβατικής στρατηγικής του, τη συμμετοχή στις τοπικές εκλογές, τότε καταλήγουμε πάλι στις αποτυχημένες μορφές αυτο-οργάνωσης που αναφέρθηκα παραπάνω .
Υ.Γ. Οι Οικολόγοι-Πράσινοι, δηλαδή οι μεταλλαγμένοι Πράσινοι με επί κεφαλής τους στην Ευρωβουλή (ή Ευρωκαφενείο) τον πολιτικό τυχοδιώκτη Κον-Μπεντιτ ―παρακλάδι των οποίων είναι οι υπό τον Μ. Τρεμόπουλο δικοί μας― δεν φθάνει που προσποιούνται ότι έχουν κάποια σχέση με τους ριζοσπάστες Πράσινους της δεκαετίας του 1980, πριν επικρατήσουν οι «ρεαλιστές» επαγγελματίες πολιτικάντηδες τύπου Κον-Μπεντιτ, αλλά τώρα προχωρούν και σε ανοικτή εξαπάτηση. Έτσι, σε εκδήλωσή τους στον Πειραιά πριν λίγες μέρες, το στέλεχός τους Κ. Διάκος κάνει εισήγηση για μια εναλλακτική οικονομία με βάση την «τοπικότητα» και τον κοινοτισμό όπου χρησιμοποιεί –κατά λέξη―το 70% άρθρου μου στην «Ε» 9/1/1993, χωρίς βέβαια να αναφέρει την πηγή του, προφανώς διότι μόνο η χρονολογία του άρθρου μου θα έκανε φανερό το γεγονός ότι οι Πράσινοι στους οποίους αναφερόμουν ήταν οι παλαιοί «fundos» (δηλαδή οι ριζοσπάστες Πράσινοι) και όχι βέβαια τα σημερινά «καλά παιδιά» της ΕΕ που άμεσα ή έμμεσα στηρίζουν και όλους τους πολέμους της. http://egpeiraia.blogspot.com/2011/01/blog-post_08.html
http://www.inclusivedemocracy.org/pd/crit/omada_eleftheriakon_komouniston_apantisi.htm
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΙ άλλο ένα κείμενο σχετικό με τις θέσεις του ΤΦ:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://protagma.files.wordpress.com/2010/10/cf80ceb5cf81ceb9ceb5cebacf84ceb9cebaceae-ceb4ceb7cebccebfcebacf81ceb1cf84ceafceb1-cebaceb1cf83cf84cebfcf81ceb9ceacceb4ceb7cf82.pdf