Διάνυσα διακόσια χιλιόμετρα με το αμάξι τις τελευταίες δύο μέρες
και συνάντησα δύο μπλόκα το επονομαζόμενου «κινήματος του δικράνου». Κάποιοι βλέπουν
σε αυτό την χαραυγή της εξέγερσης που θα έρθει, εγώ είδα την επανάληψη μιας
ιταλικής παράδοσης ηλικίας πλέον των χιλίων ετών: την εξέγερση για το ψωμί, την
έφοδο στους φούρνους. Είδα κόσμο που έχει χάσει όλες τις πολιτικές δεξαμενές από
τις οποίες έχει περάσει. Είδα ανθρώπους χαμένους, όχι την επαναστατική πρωτοπορία.
Αλλα ξέρω οτι κάποιοι έχουν πλέξει πάνω σε αυτούς μια θεωρία και η θεωρία λέει
οτι αυτοί οι 30.000 (αλλά ας πούμε 50 ή ακόμα και 100.000) είναι θεωρητικά η
εμπροσθοφυλακή της μεγάλης μάζας που θα έρθει. Η θεωρία λέει οτι αυτοί οι
διαμαρτυρόμενοι, αργά ή γρήγορά, θα γίνουν αντικαπιταλιστές γιατί θα καταλάβουν
οτι ο καπιταλισμός μας μακελεύει. Και έτσι θα γίνουν αντικαπιταλιστές και τα πλήθη
που κάθονται σπίτι τους σήμερα, μόλις η κρίση δαγκώσει την «ασφάλειά τους».
Αυτό λέει η θεωρία. Μόνο, που η θεωρία δεν θα λειτουργήσει. Γιατί
δε δουλεύουν έτσι τα πράγματα.
Σε αυτά τα μπλόκα κανένας δεν σκεφτόταν κατ'ελάχιστον τον
καπιταλισμό ή τον αντικαπιταλισμό. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν χάσει κάτι και το
ήθελαν πίσω. Και ήθελαν πίσω αυτό που είχαν ζήσει: μια θέση όχι πολύ κρύα στο
περιθώριο του καπιταλισμού. Μια θέση που -είναι πεπεισμένοι- τους αφαιρέθηκε από
την ανεπάρκεια των κυβερνήσεων, την έλλειψη προστατευτικών πολιτικών, την Ευρώπη,
τους φόρους.
Και μου ήρθε στο νου το φαινόμενο της αλλαγής της κατανάλωσης
ναρκωτικών στα τελευταία 40 χρόνια. Τι σχέση έχει; Έχει. Τη δεκαετία του '70 φτιαχνόμασταν
με ηρωίνη και λυσεργικό οξύ. Φτιαχνόμασταν με ναρκωτικά που σε εκτόξευαν έξω
απο έναν κόσμο τον οποίο θεωρούσαμε βαθύτατα άδικο και στον οποίο δεν θέλαμε να
παραμείνουμε. Απο πίσω, υπήρχε ένα ολόκληρο κίνημα μεταξύ του πολιτικού και του
πολιτιστικού που πρέσβευε την ριζοσπαστική άρνηση των τρόπων ύπαρξης και κατανάλωσης.
Απ την δεκαετία του '80 πήρε θέση η κοκαΐνη και όλη η οικογένεια των αμφεταμινών.
Το ναρκωτικό που βοηθάει όχι να φύγεις απο τον κόσμο, αλλα να παραμείνεις και
να είσαι «αποδοτικός». Ένα ναρκωτικό συντονισμένο με την ανάγκη να αποδείξεις
οτι είσαι πάντα ξύπνιος, ενεργός. Ανταγωνιστικός.
Κοίταγα τους ανθρώπους στα μπλόκα και σκεφτόμουν οτι αυτοί
οι άνθρωποι που μου έδιναν τις προκυρήξεις τους ήθελαν ένα μόνο πράγμα: να
ξαναγίνουν μέρος ενός καπιταλισμού που λειτουργεί. Δεν ξέρουν τι να κάνουν, δεν
έχουν εντελώς ξεκάθαρες ιδέες, αλλά δύο - τρεις έννοιες πάνω κάτω εσωτερικευμένες:
λαϊκή κυριαρχία, αγώνας κατά των γραφειοκρατών, αγώνας κατά της τάξης των
πολιτικών.
Κοίταγα τους καραμπινιέρους στη στροφή της ροτόντας. Ακίνητοι,
παθητικοί, επέτρεπαν να υπάρχει το μπλόκονα υπάρχει, αλλά να είναι σε «λογικά
πλαίσια». Σταμάτα τους, αλλά μετα απο καμμια δεκαριά λεπτά άστους να φύγουν. Μίλησα
μαζί τους για λίγο. Η πλειοψηφία δυσκολευόταν να αρθρώσει έναν «ομογενή» διάλογο.
Αυτό που έβγαινε ήταν ένα «πριν» (όταν είμασταν καλά) και ένα «τώρα» στο οποίο
είμαστε άσχημα. Ξαναδώστε μας αυτό που είχαμε, ξαναδώστε μας τον καλορυθμισμένο
καπιταλισμό. Σημάδια αντικαπιταλισμού; Κανένα. Ούτε καν ένα μεμονωμένο ψίχουλο
λουδισμού.
Οι χαμένες και τσαντισμένες φάτσες διηγούνταν μόνο την έκπληξη
και τον τρόμο του να ξεκοπούν οριστικά έξω από την πηγή όλων των απολαύσεων. Δεν
ήταν άτομα που επανοικιοποιούνταν την ύπαρξή τους ως πολίτες, αλλα μάλλον, άτομα
πουήθελαν να ξαναγίνουν καταναλωτές. Ένας μου είπε οτι ήθελε αξιοκρατία και οτι
ήθελε οι μετανάστες (δεν χρησιμοποιούσε αυτόν τον όρο όμως) να γυρίσουν στο σπίτι
τους. Ένας άλλος ήθελε να βγει από την Ευρώπη γιατι έτσι θα ήμασταν πάλι «αφεντικά
του σπιτιού μας». Αφεντικά για να κάνουμε τι; Για να καταναλώνουμε και πάλι.
Ήταν κόσμος που δεν ξέρει οτι μια αντικαπιταλιστική οικονομία
δεν προβλέπει Άουντι αλλά ενδεχομένως μια σύγχρονη βερσιόν του Τράμπαντ. Γιατί
αν «απο τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις
ανάγκες του», το θέμα θα είναι να ανακατανεμηθούν ισομερώς οι πόροι και το
κομματι της τούρτας που αντιστοιχεί στον καθένα θα είναι ίδιο για όλους αλλά
δεν θα είναι μεγάλο. Αλλά δεν θέλουν κάτι τέτοιο, θέλουν το κομμάτι της τούρτας
που είχαν πριν. Θέλανε -εν προκειμένω- έναν καπιταλισμό σαν αυτόν στον οποίο
κολύμπαγαν ως εχτές. Θέλανε να ξαναρχίσουν να πουλάνε για να καταναλώσουν στην
συνέχεια, και μετά να ξανα πουλήσουν για να ξανακαταναλώσουν.
Εγώ είδα άνθρωπους που ξαναήθελαν το κλουβί γιατί ούτε καν ήξεραν
οτι είναι στο κλουβί. Δεν υπήρχε η ιδέα ενός εναλλακτικού μοντέλου, υπήρχε μόνο
μια υποννοούμενη κραυγή: «ξαναβάλτε μπροστά τη μηχανή». Και η μηχανή λέγεται
κεφάλαιο.
Δεν απαιτώ κοινωνικές συνειδήσεις που δεν μπορούν να ζητηθούν.
Αλλά αν αυτή που είδα είναι η εμπροσθοφυλακή μπορώ εύκολα να φανταστώ τη μάζα στην
κεφαλή της οποίας κινείται. Δεν υπάρχει καμμία συγγένεια με την εικονογραφία του
Pelizza da Volpedo .
Αλλά, θα πει κανείς, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τον συνειδητό
αντικαπιταλιστικό αγώνα από την διαμαρτυρία για την φτωχοποίηση. Δεν γίνεται αν
σκεφτούμε οτι η μάζα θα περάσει από το στάδιο της διαμαρτυρίας στην ανακάλυψη
του αγώνα εναντίον του κεφαλαίου. Και ποιός μας λέει -και σε ποιές βάσεις το
ισχυρίζεται- οτι αυτός ο κόσμος που είδα, τσαντισμένος γι'αυτό που έχασε, θα
ωριμάσει στο μυαλό του ακόμα και την ελάχιστη ιδέα ενός διαφορετικού μοντέλου;
Βέβαια, σε κάποιο θεωρητικό κείμενο μπορεί να συμβεί αυτό το θαύμα. Όμως, είμαστε
στον πραγματικό κόσμο.
Και ο πραγματικός κόσμος, είδε τους ανατολικογερμανούς το
1989 να περνάνε το τείχος και να τρέχουν με το κεφάλι κάτω προς το κοντινότερο
σουπερμάρκετ του Δυτικού Βερολίνου. Και είναι ο ίδιος κόσμος που στο Κίεβο βλέπει
έναν ικανό αριθμό διαδηλωτών να κατεβαίνει στους δρόμους για να μπεί στην Ευρώπη
και να μην μείνει στην τροχιά των Ρώσων Σατραπών. Φυσικά ορθώς, για να κάνουν
κατανοητό οτι θέλουν τον καπιταλισμό, ρίχνουν το τελευταίο άγαλμα του Λένιν που
στεκόταν ακόμα. Άλλος ένας δίκαιος αγώνας κατά του ολοκληρωτισμού, ή ένας αγώνας
για να μπούν στον κόσμο του καλορυθμισμένου καπιταλισμού;
Είδα ανθρώπους συνδεδεμένους από την κοινή ολίσθηση προς τα
πίσω της προσωπικής ικανότητας να βρίσκονται μέσα στο όχημα της κατανάλωσης. Και,
μιά και λέμε για οχήματα, ένας μου είπε οτι υποχρεώθηκε να πουλήσει το Golf GTI που με πολλές στερήσεις είχε
αγοράσει. Ένας άλλος, για να με κάνει να σκεφτώ στην προσωπική του ολίσθηση
προς τα πίσω, μου είπε οτι κάθε χρόνο κατάφερνε να πηγαίνει μια βδομάδα στο Sharm-el-Sheik (συντμημένο σε «Σιάρμ» με νεοπλουτίστικη-υπεροπτική
προφορά) και τώρα δεν είχε λεφτά για να πληρώσει το στεγαστικό.
Και τότε κατάλαβα οτι για να διαλυθεί αυτό το πρόδρομο φαίνόμενο
«επανάστασης» θα αρκούσε μια αλλαγή διασύδεσης, λίγο περισσότερο ΑΕΠ.
Κάποιος μου είπε οτι αν δεν θα αλλάξει τίποτα, η Ιταλία θα γίνει
σαν την Ελλάδα. Δηλαδή, εννούσε, οτι θα εξεγερθούμε όπως οι Έλληνες. Αυτός νομίζει
οτι στην Ελλάδα είναι σε εξέλιξη κάποια
επανάσταση. Ακριβώς όπως αυτοί που νομίζουν οτι αυτό που συνέβει, είναι η πρώτη
φωτεινή ακτίνα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης.
Θα ήταν ενδεχομένως ωραίο, αλλά δεν είναι έτσι. Δεν είναι έτσι
γιατί κανένας δεν είχε στο μυαλό του ένα εναλλακτικό μοντέλο. Και κανένα απο τα
άτομα που είδα σε εκείνα τα μπλόκα έθετε σε αμφισβήτηση το μοντέλο στο οποίο
γαντζωνότανε.
Δεν θα υπάρξει καμμία επανάσταση. Δεν θα υπάρξει σε ένα μήνα,
σε ένα χρόνο ή σε δέκα. Η συντόμευση/παράκαμψη δεν θα φτάσει. Γιατί μιά επανάσταση,
η αληθινή, είναι καρπός μιας μακράς εργασίας διείσδυσης διαφορετικών ιδεών σε εύρος
δεκαετιών. Ο Βολταίρος ξεκίνησε να γράφει το 1716 και πέθανε χωρίς να δει την
επανάσταση στην συνειδητοποίηση της οποίας συνεισέφερε. Κάποιος θα μου πει οτι
ο εξεγερμένος που έκανε έφοδο στην Βαστίλλη πιθανόν να μην ήξερε καν τον Βολταίρο.
Είναι πιθανόν, ίσως μάλιστα σχεδόν βέβαιο. Παρ'όλα αυτά ο συγκεκριμένος εξεγερμένος
είχε ξεκαθαρίσει στο μυαλό του οτι δεν ήθελε πλέον να είναι κομμάτι το
καθεστώτος στο οποίο επιτιθόταν. Ήθελε ένα διαφορετικό, δεν ήθελε να βελτιώσει
τη θέση του μέσα στο υφιστάμενο.
Γιατί, αν είναι αλήθεια οτι η επανάσταση δεν είναι ένα δείπνο
της υψηλής κοινωνίας, είναι επίσης αλήθεια οτι δεν αυτοσχεδιάζεται. Όταν είναι
προϊόν αυτοσχεδιασμού είναι μια ιταλική εξέγερση για το ψωμί:όταν πέσει η τιμή
του, όλοι γυρίζουν σπίτι τους.
Ars Longa