αναδημοσίευση απότη σελίδα "Ελευθεριακός Κόσμος" http://eleftheriakos.blogspot.com/2011/01/blog-post_03.html
Του Howard Hawkins**
Οι αρχές του Αριστερού Πράσινου Δικτύου αναφέρονται σε μια δημοκρατική, συνεταιριστική και οικολογική οικονομία κοινωνικής ιδιοκτησίας, που οραματιζόμαστε σαν μια "Συνεταιριστική Κοινοπολιτεία". Είναι αυτονόητο ότι όλοι οι αριστεροί πράσινοι1 πιστεύουν πως ο λαός θα πρέπει να έχει τον έλεγχο των καθημερινών λειτουργιών στον τόπο δουλειάς. Τι γίνεται όμως με τις ευρύτερες κοινωνικές αποφάσεις που αφορούν την οικονομία -τη δομή της ζήτησης, το συντονισμό των δικτύων διανομής, τη διάθεση του πλεονάσματος μεταξύ επένδυσης, δημόσιων αγαθών και ιδιωτικής κατανάλωσης, την επιλογή τεχνολογίας, την κλίμακα των παραγωγικών μονάδων και των δικτύων διανομής, την εναρμόνιση της οικονομίας με το περιβάλλον; Πρέπει οι αποφάσεις αυτές να λαμβάνονται από τους εργάτες ή απ' όλους τους πολίτες; Συνοπτικά το ερώτημα τίθεται ως εξής: στην αντίληψη και το όραμα μας για μια Συνεταιριστική Κοινοπολιτεία ποια θα πρέπει να είναι η σχέση μεταξύ εργατικού ελέγχου και κοινοτικού ελέγχου; ...
Κεφάλαια :
Δημοκρατία, Το Επαναστατικό Υποκείμενο, Φυλή και Επαναστατικό Υποκείμενο, Ισχύς, Μεταβατική στρατηγική
Μπορούμε συνοπτικώς να απορρίψουμε δυο αριστερά μοντέλα τα οποία ισχυρίζονται ότι είναι δημοκρατικά και οικολογικά κι ότι βασίζονται στην κοινωνική ιδιοκτησία και τη συνεργασία. Το ένα μοντέλο, ο σοσιαλισμός της αγοράς, που βασίζεται σε συνεταιρισμούς παραγωγών και καταναλωτών, αναπαράγει τα κακά των αγορών: τη ληστρική ηθική του ανταγωνισμού και της απληστίας, τη σπάνη των δημόσιων αγαθών, τον κόρο οικολογικών και κοινωνικών "εξωτερικοτήτων", την επεκτατική λογική της αγοράς και της απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης που καταβροχθίζει τη βιόσφαιρα. Το άλλο μοντέλο, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, που βασίζεται στον κεντρικό σχεδιασμό από εκλεγμένους κρατικούς φορείς, εμπεδώνει μια νέα τάξη τεχνοκρατών σε προνομιούχες θέσεις και δεν υπερβαίνει την ανορθολογικότητα που δημιουργεί ο κεντρικός σχεδιασμός, είτε στην περίπτωση που η τάξη των σχεδιαστών εκλέγεται είτε στην περίπτωση που αυτο-διο- ρίζεται.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείσουμε τους συνεταιρισμούς ή τον εκδημοκρατισμό των δημόσιων επιχειρήσεων και οργάνων σχεδιασμού (π.χ. την άμεση εκλογή του διοικητικού συμβουλίου μιας επιχείρησης κοινής ωφελείας που μέχρι τώρα διορίζεται) από το να παίξουν ένα ρόλο μεταβατικών μορφών και διεκδικήσεων. Ωστόσο, εδώ θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή στις αριστερές παραδόσεις που το μάξιμουμ πρόγραμμά τους προβλέπει τη δημιουργία μιας οικονομίας η οποία συντονίζεται εκ των κάτω χωρίς την παρουσία της αγοράς ή του κράτους.
Η Ελευθεριακή Αριστερά έχει προσφέρει δύο βασικά μοντέλα γι' αυτό το είδος μετα- επαναστατικής οικονομίας: I) μοντέλα προσανατολισμένα προς την εργατική τάξη (αναρχο-συνδικαλισμός2, κομμουνισμός των συμβουλίων3, συντεχνιακός σοσιαλισμός4, συντονισμός μετά από διαπραγματεύσεις5, συμμετοχικός σχεδιασμός6) και II) μοντέλα προσανατολισμένα προς την κοινότητα (αναρχο-κομμουνισμός7).
Ο αναρχο-σννδικαλισμός και ο κομμουνισμός των συμβουλίων προτείνουν την οργάνωση της οικονομίας γύρω από τις συνελεύσεις στους τόπους δουλειάς που συντονίζονται από εντεταλμένους και ανακλητούς εκπροσώπους σε εργατικά συμβούλια. Τα συμβούλια αυτά ομοσπονδοποιούνται σε επίπεδο κλάδων παραγωγής (κλαδικές ομο-σπονδίες) και γεωγραφικών περιοχών (περιφερειακές ομοσπονδίες). Οι περιφερειακές ομοσπονδίες καθορίζουν τη ζήτηση στην περιοχή τους και συντονίζουν την προσφορά, ενώ οι κλαδικές ομοσπονδίες καθορίζουν το πώς θα παράγουν για να ικανοποιούν τη ζήτηση. Οι περιφερειακές ομοσπονδίες διεξάγουν διαπραγματεύσεις με τις κλαδικές ομοσπονδίες για τον καθορισμό ενός πλάνου που θα εξισορροπεί προσφορά και ζήτηση.
Ο συντεχνιακός σοσιαλισμός, ο συντονισμός κατόπιν διαπραγματεύσεων και ο συμμετοχικός σχεδιασμός οικοδομούν πάνω σ' αυτό το μοντέλο, προσθέτοντας συμβούλια καταναλωτών για τον καθορισμό της ζήτησης. Οι κλαδικές ομοσπονδίες καθορίζουν το πώς να παράγουν αυτό που χρειάζεται και οι περιφερειακές ομοσπονδίες συντονίζουν τη διανομή. Στην περίπτωση αυτή, αυτό που καθορίζει το πλάνο8 είναι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των ομοσπονδιών των εργατικών συμβουλίων και των συμβουλίων καταναλωτών.
Ο αναρχο-κομμουνισμός προτείνει την οργάνωση της οικονομίας γύρω από ομοσπονδίες κοινοτικών συνελεύσεων, ως όργανα λήψης των αποφάσεων ενώ οι κλαδικές και περιφερειακές ομοσπονδίες λειτουργούν, αρχικά, ως διοικητικά όργανα. Στην περίπτωση αυτή, ο εργατικός έλεγχος υποτάσσεται σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινοτικού ελέγχου για τον καθορισμό του συντονιστικού πλάνου. Μακροπρόθεσμα, ο αναρχο-κομμουνισμός επιδιώκει να ενσωματώσει προοδευτικά μέσα στην κοινότητα τις ξεχωριστές επιχειρήσεις που έχουν σαν βάση τον κοινωνικό και γεωγραφικό καταμερισμό της εργασίας. Έτσι, μέσω της φυσικής αποκέντρωσης της παραγωγής με στόχο τη δημιουργία ολοκληρω-μένων κοινοτήτων που επανενσωματώνουν παραγωγή και κατανάλωση, γεωργία και μεταποίηση, φυσική ομορφιά και αστικές ευκολίες, πνευματική και χειρωνακτική εργασία, μέσα προς το ζην και τρόπους ζωής, τελικά, χάνει και την πρακτική σημασία η διάκριση μεταξύ εργατικού και κοινωνικού ελέγχου....
Παρ' όλα αυτά, στο 19ο αιώνα με την εξάπλωση του εργοστασιακού συστήματος, το πρόβλημα του εργατικού ελέγχου κάθε άλλο παρά ξεπερασμένο ήταν για τους αναρχικούς. Οι αναρχικοί νόμιζαν ότι συμφωνούσαν στο όραμα μιας κοινωνίας ως δυαδικής ομοσπονδίας: οικονομικής (αποτελούμενης από αυτο-διαχειριζόμενες εργατικές ενώσεις) και εδαφικής (αποτελούμενες από τις ελεύθερες κομμούνες -δηλ. τις δημοτικές κοινότητες). Αλλά το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ εργατικού ελέγχου και κοινοτικού ελέγχου ουδέποτε τέθηκε σαφώς μέχρι τη δεκαετία του 1880, όταν οδήγησε στη διάσπαση μάλλον παρά στην επίλυση του.
Το 1880, Οι Ελβετοί αναρχικοί της Ομοσπονδίας JURA μη όντας σε θέση να αποφασίσουν άφησαν το θέμα ανοιχτό σ' ένα από τα βασικά τους κείμενα: "Ποιος θα καταρτίσει το καταστατικό της κομμούνας9; Η γενική συνέλευση όλων των κατοίκων ή η συνέλευση των εκπροσώπων των επαγγελμάτων;". Όμως, προς τα τέλη της δεκαετίας, οι δύο δυνατές απαντήσεις που θα μπορούσαν να δοθούν στο ερώτημα διέσπασαν τους αναρχικούς σε αντίπαλες τάσεις: στους συνδικαλιστές που απέβλεπαν στους εργάτες για την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και την αναδιοργάνωση της οικονομίας υπό τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων και στους κομμουνιστές που απέβλεπαν στην εξέγερση του λαού και την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και την αναδιοργάνωση της οικονομίας υπό κοινοτικό έλεγχο. Οι ταξικά συνειδητοποιημένοι συνδικαλιστές κορόιδευαν τους κομμουνιστές επειδή επιδίωκαν λαϊκές συμμαχίες με τις μεσαίες και λούμπεν κοινωνικές τάξεις, ενώ οι αντι-ρεφορμιστές κομμουνιστές κορόιδευαν τους συνδικαλιστές για τους εργατικούς αγώνες που στήριζαν με στόχο τις βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, όπως οι αγώνες για καλύτερους μισθούς και η καθιέρωση της 8ωρης εργάσιμης ημέρας.
Από τη δική μας άποψη ως κοινωνικοί οικολόγοι μια άλλη κρίσιμη διαφορά εντοπίζεται στο ότι οι αναρχο-συνδικαλιστές γενικά είχαν γοητευθεί από τη βιομηχανική τεχνολογία και ήθελαν να προσαρμόσουν σ' αυτήν τις αναρχικές αρχές, ενώ οι αναρχο-κομμουνιστές ήθελαν να προσαρμόσουν τη νέα τεχνολογία των μηχανών σε ολοκληρωμένες κοινότητες που συνδύαζαν βιομηχανία και γεωργία και έλυναν το θέμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας10. Παρά το γεγονός ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός έγινε η κυρίαρχη τάση προς τις αρχές του 20ού αιώνα, ο εδαφικός προσανατολισμός των αναρχο-κομμουνιστών φυσιολογικά ταίριαξε με τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντα των οικολόγων για τη γη και το άμεσο περιβάλλον των κοινοτήτων. Το ενδιαφέρον των αναρχο-κομμουνιστών για την προσαρμογή της τεχνολογίας στις αποκεντρωμένες κοινότητες οδήγησε στην αναβίωση του αναρχο-κομμουνισμού στη δεκαετία του '60, καθώς η Νέα Αριστερά έστρεψε την προσοχή της σε ζητήματα συμμετοχικής δημοκρατίας, αστικοποίησης, γραφειοκρατίας, κοινότητας, τεχνολογίας και οικολογίας. Οι ακτιβιστές του '60 διάβαζαν τα γραπτά του Paul Goodman γι' αυτά τα θέματα και ανακάλυψαν εκ νέου τη σκέψη του Kropotkin γι' αυτά. Ο αναρχο-κομμουνισμός του Murray Bookchin στηριγμένος σε μια ρητή οικολογική βάση απέκτησε αυξημένο ακροατήριο. Οι προοπτικές αυτές βρήκαν απήχηση στην αριστερά πτέρυγα των αντι-πυρηνικών συμμαχιών της δεκαετίας του '70 και στο Πράσινο Κίνημα που αναδύθηκε στη δεκαετία του'80.
Ωστόσο, το θέμα του εργατικού ελέγχου παραμένει προβληματικό για τους οικο-αναρ- χικούς. Μεταξύ της οικονομικής δομής που κληρονομούμε σήμερα και των οικο-κοινοτή- των και βιο-περιοχών του αύριο, κείται μια διαδικασία οικοδόμησης κινήματος και κατόπιν θεμελιακής αλλαγής των σχέσεων εξουσίας. Στο μεσοδιάστημα, πολλοί από εμάς θα εξακολουθούμε να εργαζόμαστε 8 ώρες την ημέρα στον τόπο δουλειάς. Την επομένη μιας επανάστασης, θα έχουμε ακόμα να συντονίσουμε τις συγκεντρωτικές δομές της φυσικής παραγωγής και διανομής, ακόμα κι αν αρχίσουμε αμέσως την αποκέντρωση. Κατά συνέπεια νομίζω ότι η απάντηση δεν βρίσκεται στην επιλογή μεταξύ εργατικού ελέγχου και κοινοτικού ελέγχου, αλλά στην εξεύρεση της κατάλληλης σχέσης μεταξύ των δύο σήμερα και στον τρόπο που η σχέση αυτή θα πρέπει να εξελιχθεί, καθώς η φυσική παραγωγική δομή θα αναδιαρθρωθεί σε αντιστοιχία με μια ελευθεριακή κοινοτική δομή.
Θα υποστηρίξω ότι η αναρχο-κομμουνιστική παράδοση -και ιδιαίτερα η προσέγγιση του Συνομοσπονδιακού Κοινοτισμού που έχει αναπτυχθεί από τον Murray Bookchin"- προσφέρει το καλύτερο πλαίσιο για την ενσωμάτωση του εργατικού και του κοινοτικού ελέγχου μέσα σε μια διαδικασία κοινωνικής αλλαγής που τελικά παράγει μια Συνεταιριστική Κοινοπολιτεία, χωρίς αγορά, χωρίς χρήμα και χωρίς κράτος. Η βασική μου θέση είναι η εξής: ακρογωνιαίοι λίθοι, βάση εξουσίας και όργανα λήψης των αποφάσεων μιας δημοκρατικής πολιτικής οικονομίας πρέπει να είναι οι συνελεύσεις των τοπικών κοινοτήτων, στις οποίες θα συμμετέχουν όλοι. Οι συνελεύσεις αυτές θα συντονίζονται μεταξύ τους από συνομοσπονδιακά-οργανωμένα εκτελεστικά συμβούλια αποτελούμενα από εντεταλ-μένους, ανακλητούς και περιοδικώς εναλλασσόμενους αντιπροσώπους. Κι ενώ θα πρέπει να διασφαλιστεί η αυτοδιαχείριση των καθημερινών λειτουργιών από τους εργάτες σε κάθε τόπο δουλειάς, η βασική οικονομική πολιτική που αφορά ανάγκες, διανομή, κατανομή του πλεονάσματος, τεχνολογία, κλίμακα και οικολογία, θα πρέπει να χαράζεται και να προσδιορίζεται απ' όλους τους πολίτες. Συνοπτικά, ο εργατικός έλεγχος θα πρέπει να τεθεί εντός ενός ευρύτερου πλαισίου κοινοτικού ελέγχου και να υποταχθεί σ' αυτόν.
Μακροπρόθεσμα, η κοινότητα θα πρέπει να αναδιοργανώσει την εργασία κατά τέτοιο τρόπο ούτως ώστε οι άνθρωποι να μη μένουν προσδεμένοι σ' ένα συγκεκριμένο τόπο δουλειάς αλλά να εναλλάσσονται μεταξύ ποικίλων τόπων δουλειάς και τύπων εργασίας: πνευματικής/χειρωνακτικής, γεωργίας/μεταποίησης κ.λπ. Ταυτόχρονα, η φυσική δομή της οικονομίας θα πρέπει προοδευτικά να αποκεντρωθεί μέχρις ότου παραγωγή και κατανάλωση, εργάτες και κοινότητα, ουσιαστικά επανενωθούν σε μεγάλο βαθμό εντός οικο- κοινοτήτων και βιο-περιοχών και χάσει την πρακτική σημασία του το θέμα του εργατικού ελέγχου.
Στο μεταξύ, για κάθε κοινωνική πολιτική, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής πολιτικής, την τελευταία λέξη θα πρέπει να έχουν όλοι όσοι συμμετέχουν στις κοινοτικές συνελεύσεις. Ο καλύτερος τρόπος για να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο είδος συνεταιριστικής κοινοπολιτείας είναι να αγωνιστούμε για να συστήσουμε και να ενδυναμώσουμε τις συνελεύσεις αυτές, να καταφέρουμε ώστε όλο και περισσότερη πολιτική και οικονομική εξουσία να περνά κάτω από τον έλεγχο τους σε αντίθεση με το κράτος και το κεφάλαιο. Η οργάνωση στον τόπο δουλειάς θα πρέπει να αποτελεί οργανική προέκταση του κινήματος που έχει σαν βάση την κοινότητα.
Οι λόγοι για την υποστήριξη μιας τέτοιας θέσης γίνονται σαφείς όταν έρθουμε να κρίνουμε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι θεωρίες που είναι προσανατολισμένες προς τον εργατικό έλεγχο κι εκείνες που είναι προσανατολισμένες προς τον κοινοτικό έλεγχο. Τα επιχειρήματα αυτά δεν έχουν σχέση μόνο με το ποια μορφή θα πρέπει τελικά να πάρει η οικονομία, αλλά επίσης με το πώς πρέπει να οργανωθούμε και να παλέψουμε 'για να φθάσουμε εκεί. Τα επιχειρήματα περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από τέσσερα βασικά ερω-τήματα.
1. Δημοκρατία: ποιο είναι εκείνο το θεσμικό πλαίσιο που καθιστά κατά τον καλύτερο τρόπο ικανούς τους ανθρώπους να αποκτούν τον άμεσο έλεγχο της κοινωνίας, να ξεριζώνουν όλες τις μορφές ιεραρχίας και να ανακαλύπτουν τα κοινά τους συμφέροντα;
2. Το Επαναστατικό Υποκείμενο: ποιοι κοινωνικοί τομείς είναι πιθανόν να ριζοσπαστι- κοποιηθούν και να αναλάβουν μαχητική δράση;
3. Ισχύς: ποιοι κοινωνικοί τομείς και ποιες μορφές οργάνωσης και δράσης εμπεριέχουν
δυνητικά την ισχύ για να ανατρέψουν το κεφάλαιο και το κράτος;
4. Στρατηγική μετάβασης: τι μορφές οργάνωσης και δράσης απεικονίζουν τη νέα κοινωνία
και οικοδομούν προς την κατεύθυνση της;
Δημοκρατία
Από την άποψη της δημοκρατίας, ένα βασικό πρόβλημα για τα μοντέλα που είναι προσανατολισμένα προς τον εργατικό έλεγχο είναι ότι δεν "εργάζονται" όλοι. Πολλοί είναι είτε πολύ νέοι, είτε ηλικιωμένοι ή άρρωστοι, ανάπηροι, άνεργοι, ανατρέφουν παιδιά ή εργά-ζονται έξω από την επίσημη οικονομία. Πάντοτε, αυτοί που έχουν "επίσημες" δουλειές δεν ξεπερνούν το 40% του συνολικού πληθυσμού και το 60% των ενηλίκων. Επομένως, ο αναρχο-συνδικαλισμός και ο κομμουνισμός των συμβουλίων αποκλείουν ή υπο-αντι-προσωπεύουν στη διαδικασία λήψης των οικονομικών αποφάσεων κοινωνικές ομάδες που επηρεάζονται απ΄ αυτές τις αποφάσεις, όπως γυναίκες, μειονότητες και ηλικιωμένους. Κι αυτό αληθεύει τόσο για τα επαναστατικά συνδικάτα ή τα εργατικά συμβούλια πριν την επανάσταση όσο και για τη σχεδιασμένη οικονομία υπό εργατικό έλεγχο μετά την επα-νάσταση.
Ο συντεχνιακός σοσιαλισμός, ο συντονισμός μετά από διαπραγματεύσεις και ο συμμετοχικός σχεδιασμός δίνουν σε κάθε πολίτη φωνή μέσω των ομοσπονδιών των καταναλωτών. Το πρόβλημα όμως τότε είναι ότι, παρέχοντας ίση ισχύ στις διαπραγματεύσεις για το σχεδιασμό τόσο στις ομοσπονδίες των εργατικών συμβουλίων όσο και στα συμβούλια καταναλωτών, οι εργάτες βασικά αποκτούν δύο ψήφους στη διαδικασία σχεδιασμού: μία στον τομέα της παραγωγής και μία στον τομέα της κατανάλωσης, ενώ οι μη εργάτες διαθέτουν μόνο μία ψήφο στον τομέα της κατανάλωσης -πράγμα που καθιστά τους εργάτες προνομιούχους στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.
Από την άλλη μεριά, η κοινοτική συνέλευση είναι ανοιχτή σ' όλους τους πολίτες. Και επομένως αποτελεί δυνητικά μια μη ιεραρχική δημόσια σφαίρα όπου όλα τα συμφέροντα και οι ανησυχίες ακούγονται και καθένας έχει ισότιμη συμμετοχή -ένα άτομο, μία ψήφος.
Ο τόπος δουλειάς δεν αποτελεί ολοκληρωμένη δημόσια σφαίρα. Είναι μονόπλευρη η σφαίρα αυτή διότι αφορά μόνο την παραγωγή. Υπάρχει μία εγγενής αντίφαση στα εργα- τίστικα αυτά μοντέλα μεταξύ των λειτουργικών συμφερόντων των εργατών στους τόπους δουλειάς τους και των συμφερόντων της κοινότητας ως σύνολο. Οι εργάτες έχουν στην ουσία βέτο πάνω στην κοινωνία. Ακόμα και χωρίς το κίνητρο του κέρδους που τροφοδοτεί τον ανταγωνισμό, κάθε συνέλευση εργατών, συμβούλιο και ομοσπονδία, έχει συμφέρον να ελαφρώσει τα δικά της βάρη και να τα μετακυλήσει σε άλλες λειτουργικές ομάδες ή στην κοινωνία και τη φύση σαν "εξωτερικότητες". Γιατί οι εργάτες σ' ένα τόπο δουλειάς ή σ' ολόκληρο τον κλάδο παραγωγής να παράγουν περισσότερα για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση; Γιατί να κλείσουν το εργοστάσιό "τους" για λόγους περιβαλλοντολογικούς ή για λόγους παραγωγικότητας και να το μεταφέρουν σε μια άλλη πιο εκσυγχρονισμένη βιομηχανική μονάδα ή σ' ένα άλλο κλάδο παραγωγής; Γιατί να προχωρήσουν στη διαφοροποίηση της σύνθεσης του εργατικού προσωπικού από άποψη φυλής ή φύλου;
Σε όλα αυτά τα εργατίστικα μοντέλα δεν υπάρχει καμιά εσωτερική δυναμική που να συμφιλιώνει τα ιδιαίτερα συμφέροντα που αναπτύσσονται στους τόπους δουλειάς και τους κλάδους παραγωγής με το γενικό συμφέρον της ευρύτερης κοινότητας. Αντιθέτως, η αγενής δομική τάση είναι η αυτο-μεγέθυνση της κάθε λειτουργικής ομάδας, παρά την απουσία -θα επαναλάβω εδώ με έμφαση- του ανταγωνισμού για κέρδος. Αν πάρουμε σαν ιστορικό παράδειγμα την Ισπανική Επανάσταση του 1936-37 διαπιστώνουμε ότι η δυαδική ομοσπονδιακή δομή των αναρχο-συνδικαλιστών ήρθε σε σύγκρουση με τον εαυτό της, και τελικά οι κλαδικές ομοσπονδίες επεκράτησαν έναντι των περιφερειακών ομο- σπονδιών. Στα εργατίστικα λοιπόν μοντέλα κάθε λειτουργική ομάδα έχει ιδιαίτερα συμφέροντα να υπερασπίσει έναντι άλλων λειτουργικών ομάδων καθώς και έναντι της κοινότητας στο σύνολο της. Για να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις που φέρνουν αντιμέτωπη μια ομάδα έναντι μιας άλλης στο επίπεδο της φυλής, του φύλου, της εθνότητας, της ηλικίας, της επαγγελματικής απασχόλησης, της κοινωνικής τάξης και ούτω καθεξής, χρειαζόμαστε μια βασική κοινωνική μονάδα που θα περιλαμβάνει όλους τους πολίτες. Την ανάγκη αυτή πληροί η εδαφικώς προσδιορισμένη τοπική κοινότητα, θεσμοποιημένη αμεσο δημοκρατικά με τη μορφή της κοινοτικής συνέλευσης.
Στην κοινοτική συνέλευση διαφορετικές κοινωνικές ομάδες (συγκροτημένες στη βάση φύλου, εθνότητας, ηλικίας, τάξης) και λειτουργικές ομάδες (συγκροτημένες στη βάση της επαγγελματικής απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης και της "άτυπης" εργασίας) πρέπει να συνυπάρχουν. Η άμεση επικοινωνία μεταξύ τους είναι δυνατή. Η σύγκρουση συμφε-ρόντων μπορεί να αντιμετωπίζεται άμεσα απ' όλους όσους υφίστανται τις επιπτώσεις των αποφάσεων.
Οι κοινοτικές συνελεύσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν αυτομάτως στην υπέρβαση της φυλής, της κοινωνικής τάξης, της διάκρισης των φύλων, και άλλων διαιρέσεων. Ωστόσο, όλα τα συμφέροντα συνευρίσκονται επί ίσοις όροις στη διαδικασία δημοκρατικών διαπλεύσεων που μπορεί να οδηγήσει στην εξεύρεση κοινών συμφερόντων.
Σεκταριστικά συμφέροντα (εργατών, γυναικών, εθνοτικών μειονοτήτων κ.λπ.) μπορούν συγκροτούνται και να οργανώνονται για την προώθηση των δικών τους αιτημάτων Μπορούν ακόμα να αναλαμβάνουν άμεση δράση για να αναγκάσουν μια κοινότητα που αδιαφορεί για τα προβλήματα τους να ενδιαφερθεί ενεργώς.
Η διαφορά μεταξύ συνελεύσεων στους τόπους δουλειάς και κοινοτικών συνελεύσεων κείται στο ότι η εσωτερική δυναμική της άμεσης δημοκρατίας στο επίπεδο της κοινότητας επιτρέπει να προβάλλονται και να ακούγονται όλες οι λύσεις που εκφράζουν το γενικό συμφέρον και, όταν δεν υπάρχει συναίνεση, δίνει σ' όλα τα μέλη της κοινότητας ίση ψήφο για να εκφράζονται αποτελεσματικά όλες οι τάσεις. Η δημοκρατία δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα υιοθετούνται πάντοτε αποφάσεις που εκφράζουν το γενικό συμφέρον. Αποτελεί όμως αναγκαία συνθήκη για την έκφραση του γενικού συμφέροντος. Όταν ένα τμήμα της κοινότητας έχει θεσμοποιημένα προνόμια είναι βέβαιο ότι θα τα χρησιμοποιήσει για να προωθήσει τα ιδιαίτερα συμφέροντά του σε βάρος του γενικού συμφέροντος.
Δεδομένης της σημερινής άνισης γεωγραφικής κατανομής της παραγωγής, των κοινωνικών τάξεων και των εθνοτικών ομάδων, είναι βέβαιο ότι δε θα μπορέσουν όλες οι τοπικές κοινότητες να συνενώσουν όλα τα κοινωνικά συμφέροντα κι όλες τις λειτουργίες. Στο πρωτοβάθμιο τοπικό επίπεδο των συνομοσπονδιακών κοινοτικών συνελεύσεων κι ακόμα περισσότερο στο δευτεροβάθμιο περιφερειακό επίπεδο τα συμφέροντα αυτά και οι αντίστοιχες συγκρούσεις θα ενσωματωθούν στους μηχανισμούς διαβουλεύσεων της αμεσο- δημοκρατικής συνομοσπονδίας. Πράγματι, η συμμετοχή των κοινοτήτων και των περιφερειών στην κατανομή των πόρων και του παραγωγικού δυναμικού θα σφυρηλατήσει την αλληλεγγύη μεταξύ των κοινοτήτων στη βάση κοινών υλικών αναγκών και ιδεολογικών προσανατολισμών.
Επιπρόσθετα, μια πολιτική προοδευτικής αποκέντρωσης της παραγωγής ώστε να δημιουργηθούν οικονομικά πιο αυτοδύναμες αλλά όχι και αυτάρκεις κοινότητες (πολι-τικής που θα οικοδομηθεί πάνω στα θεμέλια του κοινωνικά αποκεντρωμένου συντονισμού της οικονομίας) θα ενδυναμώσει τη δημοκρατία και θα ανυψώσει ακόμα περισσότερο το επίπεδο της. Η ιστορική ρήξη μεταξύ ανώνυμων παραγωγών και καταναλωτών που δη-μιούργησε η επέκταση του καπιταλισμού και η διεθνοποίηση της αγοράς θα μπορούσε προοδευτικά να καταργηθεί. Στο βαθμό που παραγωγή και κατανάλωση θα ενώνονται και πάλι σε ανθρώπινη κλίμακα, η κοινωνία θα μπορεί και πάλι να γίνει περισσότερο καταληπτή και η κοινωνική αυτο-διαχείριση περισσότερο εφικτή. Οι οικονομικές "εξωτερικότη- τες" θα "εσωτερικεύονται" σαν προβλήματα της κοινότητας. Επομένως, το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να συγκροτήσουμε οικονομικά αυτοδύναμες και ολοκληρωμένες κοινότητες, θεμελιώνεται στην κοινότητα που είναι προσανατολισμένη προς την οικολογική βιο-περιοχή της και όχι στους τόπους δουλειάς που είναι προσανατολισμένοι προς το διεθνή καταμερισμό της εργασίας και τα δίκτυα ανταλλαγής.
Με την εναλλαγή των μελών της κοινότητας στους διάφορους τόπους δουλειάς, ούτε το εργοστάσιο, ούτε η αγροτική επιχείρηση, ούτε το εμπορικό κατάστημα ή το γραφείο θα μπορούν να λειτουργούν σαν ξεχωριστές ομάδες συμφερόντων μέσα στην κοινότητα. Ο προσωρινός λειτουργικός καταμερισμός της εργασίας, καθώς οι πολίτες θα εναλλάσσονται στα εργασιακά τους καθήκοντα, δεν έχει σχέση με το σημερινό μόνιμο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και τα διαρκή συντεχνιακά συμφέροντα που διαιρούν εκ των ένδον την κοινωνία. Οι τόποι δουλειάς θα μεταβληθούν ουσιαστικά σε διοικητικούς φορείς οι οποίοι θα εφαρμόζουν την πολιτική που αποφασίζεται απ' όλη την κοινότητα. Άτομα υψηλής εξειδίκευσης σε κλάδους παραγωγής θα εκλέγονται σε συμβουλευτικά εκτελεστικά συμβούλια για να προτείνουν πολιτικές στο κάθε θέμα- πολιτικές τις οποίες η κοινότητα μπορεί να υιοθετήσει, να τροποποιήσει ή να απορρίψει. Η οικονομία θα πολιτικοποιηθεί πραγματικά σαν μια πτυχή των δημόσιων υποθέσεων τις οποίες θα συζητούν οι κοινοτικές συνελεύσεις και τα συνομοσπονδιακά συμβούλιά τους.
Η εναλλαγή αυτή στις δουλειές θα μπορούσε επίσης να οργανωθεί στο πλαίσιο των περιφερειακών ομοσπονδιών, που προβλέπουν τα εργατίστικα μοντέλα. Ωστόσο κάτι τέτοιο δε θα έπαυε να θεσμοποιεί τους εργάτες σαν χωριστή κοινωνική τάξη που έχει μοναδική και προνομιούχα σχέση με τα μέσα παραγωγής από τη μια μεριά και ιδιαίτερα συμφέροντα στη δομή της λήψης των αποφάσεων από την άλλη. Εάν στόχος μας είναι η αταξική κοινωνία, τότε όσοι εργάζονται δε θα πρέπει να έχουν κανένα προνόμιο έναντι εκείνων που δεν εργάζονται. Στην περίπτωση της πολιτικής και των χρονοδιαγραμμάτων για την εναλλαγή στις δουλειές, είναι πιο δημοκρατικό η ίδια η κοινότητα στο σύνολο της να έχει τον καθοριστικό ρόλο, διότι οι αποφάσεις αυτές όχι μόνο επηρεάζουν τους εργαζόμενους αλλά επίσης τους φίλους τους, καθώς και τις οικογένειές τους και τους γείτονες."
Η κοινότητα μας παρέχει το πλαίσιο για την ενσωμάτωση όλων αυτών των προβλημάτων και ανησυχιών και τελικά την ένταξη των επιχειρήσεων μέσα στην οικολογία και τον τρόπο ζωής της κοινότητας. Οι ξεχωριστές επιχειρήσεις στο κάτω-κάτω αποτελούν ουσιαστικό όρο του καπιταλισμού, τα κύτταρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τη μορφή που παίρνει η ιδιοκτησία στον καπιταλισμό. Όπου ο έλεγχος των μέσων παραγωγής κατανέμεται μεταξύ των επιχειρήσεων, οι μόνες δυνατές μορφές διασύνδεσης τους είναι τα εμπορικά συμβόλαια που συνάπτουν για την αγορά των προϊόντων τους. Τα μοντέλα οικονομικής δημοκρατίας που βασίζονται στον έλεγχο του τόπου δουλειάς από τους εργάτες, το μόνο που κάνουν είναι να ενισχύουν τον όρο αυτόν του καπιταλισμού12.
Συνοπτικά, η πιο δημοκρατική δομή για μια συνεταιριστική κοινοπολιτεία θα ήταν: 1) εργατικός έλεγχος για τις καθημερινές λειτουργίες στους τόπους δουλειάς με εναλλαγή των εργατών στους τόπους δουλειάς (μέχρις ότου η αποκέντρωση επανενώσει σε μεγάλο βαθμό παραγωγή και κατανάλωση, εργάτες και κοινότητα σε οικο-κοινότητες και βιο-περιοχές που καθιστούν τον εργατικό έλεγχο, σαν διακριτό από τον κοινοτικό έλεγχο, άνευ αντικειμένου) και 2) κοινοτικός έλεγχος των βασικών οικονομικών αποφάσεων που αφορούν στη δομή της κατανάλωσης, τον καταμερισμό των παραγωγικών υπευθυνοτήτων, τη διάθεση του πλεονάσματος, την επιλογή της τεχνολογίας, την κλίμακα παραγωγής και διανομής και την εναρμόνιση με το περιβάλλον.
Το Επαναστατικό Υποκείμενο
Οι εργατίστικες θέσεις προέκυψαν περισσότερο από την πεποίθηση ότι η εργατική τάξη ήταν η επαναστατική τάξη, παρά από αφηρημένη θεώρηση της δομής της ιδανικής κοινωνίας του μέλλοντος. Μέχρι τις επαναστάσεις του 1848, οι ριζοσπάστες διατύπωναν τις απόψεις τους με λαϊκίστικους όρους -ευρύτατος συνασπισμός του "λαού" ενάντια στις ολιγάριθμες ελίτ με τα μεγάλα προνόμια που κακώς είχαν αποκτήσει. Φυσικά, ο Μαρξ και ο Ένγκελς άλλαξαν την άποψη αυτή παρέχοντας στο αναδυόμενο εργατικό κίνημα μια θεωρία για το ρόλο του ως κοινωνική τάξη που θα ανερχόταν στην εξουσία για να καταργήσει όλες τις τάξεις. Έτσι, ο ταξικός αγώνας αντικατέστησε το λαϊκό αγώνα. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο του 1848 ο Μαρξ και ο Ένγκελς δηλώνουν ότι "η ιστορία της κοινωνίας που έχει υπάρξει μέχρι σήμερα είναι η ιστορία της ταξικής πάλης13.
Τη μαρξιστική θεωρία για την εργατική τάξη ως επαναστατικό υποκείμενο (άποψη που υιοθετούν και ο αναρχο-συνδικαλισμός και ο κομμουνισμός των συμβουλίων) μπορούμε να συνοψίσουμε σε τέσσερα βασικά σημεία:
1. Η βασική δυναμική στην καπιταλιστική κοινωνία είναι η ταξική πάλη ανάμεσα στην εργατική τάξη και την καπιταλιστική τάξη.
Το Κομμουνιστικό Μανιφάπο αναφέρει:
Η εποχή μας, εποχή της αστικής τάξης, έχει το εξής χαρακτηριστικό γνώρισμα: έχει απλοποιήσει τους ταξικούς ανταγωνισμούς. Η κοινωνία στο σύνολο της όλο και περισσότερο διαχωρίζεται σε δύο μεγάλα εχθρικά στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες κοινωνικές τάξεις που έρχονται άμεσα αντιμέτωπες - στην αστική τάξη και το προλεταριάτο ".
2. Η εργατική τάξη αποτελεί "τεράστια πλειοψηφία".
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αναφέρει:
Όλα τα προηγούμενα ιστορικά κινήματα ήταν κινήματα μειοψηφίας. Το κίνημα του προλεταριάτου είναι το αυτο-συνειδητοποιημένο, ανεξάρτητο κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας, προς το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας15.
3. Επειδή η σχέση της εργατικής τάξης με τα μέσα παραγωγής είναι σχέση εκμετάλλευσης και ανθρώπινης υποβάθμισης, η τάξη αυτή είναι εξαναγκασμένη να γίνει επαναστατική τάξη.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναφέρουν:
Απ' όλες τις κοινωνικές τάξεις που έρχονται αντιμέτωπες με την αστική, η μόνη πραγματικά επαναστατική τάξη είναι το προλεταριάτο16.
Όταν σοσιαλιστές συγγραφείς αποδίδουν αυτόν τον παγκόσμιο ιστορικό ρόλο στο προλεταριάτο κάθε άλλο παρά θεωρούν τους προλετάριους ως θεούς. Μάλλον το αντίθετο ισχύει. Το προλεταριάτο δεν μπορεί να χειραφετηθεί χωρίς να καταργήσει όλες τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής της σημερινής κοινωνίας που συνοψίζονται στη δική του κατάσταση. Δεν μαθητεύει το προλεταριάτο μάταια στο σκληρό σχολείο της εργασίας. Το θέμα δεν είναι τι θεωρεί ως σκοπό του σε κάθε στιγμή ο ένας ή ο άλλος προλετάριος ή ακόμα όλο το προλεταριάτο. Το θέμα είναι τι είναι στην πραγματικότητα το προλεταριάτο και τι, σύμφωνα μ'αυτήν του την ύπαρξη, θα εξαναγκαστεί ιστορικά να πράξει".
4. Το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι ο πυρήνας της επαναστατικής εργατικής τάξης
διότι το εργοστασιακό σύστημα το εκπαιδεύει στην επιστήμη, την τεχνολογία, τη συνεργασία και την ενότητα.
Πρώτα ο Ένγκελς, μετά ο Μαρξ, έγραψαν:
Μπορούμε τελικά να παρατηρήσουμε ότι οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν το συμπαγή πυρήνα του κινήματος της εργατικής τάξης. Καθώς ο ένας μετά τον άλλον κλάδος της βιοτεχνίας μετασχηματίζεται από το εργοστασιακό σύστημα, όλο και περισσότεροι εργάτες συρρέουν στα διάφορα κινήματα της εργατικής τάξης18.
Η συγκεντρωτική αυτή τάση ή η απαλλοτρίωση των πολλών καπιταλιστών από λίγους συνοδεύεται από την ανάπτυξη, σε διευρυμένη κλίμακα, των συνεταιριστικών μορφών εργασιακής διαδικασίας, της συνειδητής τεχνικής εφαρμογής της επιστήμης, της μεθο-δικής καλλιέργειας του εδάφους, του μετασχηματισμού των εργαλείων της εργασίας σε εργαλεία εργασίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από κοινού, της εξοικονόμησης όλων των μέσων παραγωγής με τη χρήση τους ως μέσων παραγωγής συνδυασμένης, κοι-νωνικοποιημένης εργασίας, της εμπλοκής όλων των ανθρώπων στο δίχτυ της παγκόσμιας αγοράς και συνάμα του διεθνούς χαρακτήρα του καπιταλιστικού καθεστώτος. Ο σταθερά ελαττούμενος αριθμός των μεγάλων κεφαλαιούχων συμβαδίζει με την αύξηση της μαζικής εξαθλίωσης, της καταπίεσης, της σκλαβιάς, της υποβάθμισης, της εκμετάλλευσης. Αλλά, συνάμα, ογκούται η εξέγερση της εργατικής τάξης. Τάξης που πάντα αυξάνεται αριθμητικά. Τάξης πειθαρχημένης, ενωμένης και οργανωμένης από τον ίδιο το μηχανισμό της διαδικασίας της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής19.
Η ιστορία, ωστόσο, δεν ακολούθησε το δρόμο που ο Μαρξ και οι επαναστάτες συνδικαλιστές πίστευαν ότι θα ακολουθήσει. Κατ' αρχήν, ο καπιταλισμός δεν απλοποίησε το κοινωνικό πρόβλημα σαν πρόβλημα πάλης μεταξύ δύο τάξεων. Δεύτερον η βιομηχανική εργατική τάξη δεν είναι η τεράστια πλειοψηφία αλλά μια μειοψηφία με φθίνον κοινωνικό βάρος. Αυξάνεται αντίθετα μια νέα "υπο-τάξη" που αποτελείται απ' όσους παραμένουν συνεχώς άνεργοι, καθώς και μια "τάξη υπηρετών" που αποτελείται από εργάτες οι οποίοι απασχολούνται ευκαιριακά στον τομέα της παροχής προσωπικών υπηρεσιών. Παράλληλα υπάρχουν μικρότερα αλλά διογκούμενα στρώματα μισθωτών, τα οποία αποτελούνται από τεχνικούς και επαγγελματίες που διαθέτουν υψηλή μόρφωση, έχουν ασφαλή απασχόληση και αμείβονται καλά. Τα στρώματα αυτά μπορεί μεν να είναι εκμεταλλευόμενα, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, ωστόσο θεωρούν τον εαυτό τους ως ομάδες που κατέχουν ανώ-τερη θέση στην κοινωνική πυραμίδα κι όχι ταξικούς συντρόφους.
Επιπλέον, με την προώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η κοινωνική δια-στρωμάτωση στερεοποιήθηκε γύρω από ένα ευρύ φάσμα μη ταξικών ταυτοτήτων, δη-μιουργώντας μυριάδες ιεραρχίες σε επίπεδο φυλής, φύλου, επαγγελματικής απασχόλησης, εκπαίδευσης, γραφειοκρατίας, περιφέρειας και διεθνούς κοινότητας. Το να επιβάλλουμε θεωρητικά, εκ των έξω, επί της πραγματικότητας αυτής μια αντικειμενική ταξική κοινότητα συμφερόντων (στη βάση της σχέσης με τις παραγωγικές δυνάμεις) δε σημαίνει βέβαια ότι η υποκειμενική ταξική συνείδηση προκύπτει αυτομάτως. Αντιθέτως, στα τελευταία 40 χρόνια, τα θέματα που κινητοποίησαν τον κόσμο ήταν διαταξικά, όπως τα "νέα κοινωνικά κινήματα" για την ειρήνη και το περιβάλλον, το φεμινισμό και την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων, τη φυλετική ισότητα, την εθνοτική αυτονομία και άλλα που απορρίπτουν την αλλοτριωμένη δομή των αναγκών και την αντισταθμιστική κατανάλωση και που αναπτύχθηκαν μαζί με την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Οι λαϊκοί αγώνες ενάντια στην πνευματική ένδεια ήταν εκείνοι που (σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με την ταξική πάλη ενάντια στην υλική εκμετάλλευση) οδήγησαν στα ριζοσπαστικά κινήματα- τα οποία άρχισαν με τη Νέα Αριστερά, και τις κινητοποιήσεις γύρω από θέματα πολιτικών δικαιωμάτων, αντίθεσης κατά της αποι-κιοκρατίας και της γραφειοκρατίας, καθώς και γύρω από το θέμα της απαγόρευσης της πυρηνικής βόμβας στη δεκαετία του '50.
Η "τεράστια πλειοψηφία" σήμερα αποτελείται από πολλά αλλοτριωμένα και καταπιεσμένα τμήματα της κοινωνίας, όχι από μια μοναδική τάξη που προσδιορίζεται αποκλειστικά από τη σχέση της με τα μέσα παραγωγής. Η οικονομιστική "ταξική πάλη" είναι επίσης πολύ μονόπλευρη και παρωχημένη για να εκφράσει την οίκουμενοποίηση της πάλης ενάντια σε πολλαπλές μορφές ιεραρχίας και ανορθολογικότητας. Οι δημοκρατικοί αγώνες του "λαού" εκφράζουν καλύτερα αυτή τη γενίκευση της πάλης ενάντια σε πολυάριθμες μορφές κυριαρχίας παρά η πάλη μεταξύ δύο τάξεων -η πάλη δηλαδή εργασίας και κεφαλαίου. Η κοινότητα αποτελεί τη δυνητική δημόσια σφαίρα όπου αυτό το ευρύτατο φάσμα των αντιτιθέμενων δυνάμεων μπορεί να γενικεύσει τους επί μέρους αγώνες του στη βάση ενός κοινού, ριζοσπαστικού προγράμματος εκδημοκρατισμού. Αντίθετα, οι αγώνες στο επίπεδο της παραγωγής περιορίζονται σ'αυτή τη σφαίρα και εύκολα απομονώνονται. Ακόμα και μια γενική απεργία μπορεί να φέρει τους εργάτες αντιμέτωπους όχι μόνο με τους καπιταλιστές αλλά και με πολλά τμήματα λαϊκών στρωμάτων που δέχονται τις συνέπειες της απεργίας και την θεωρούν σαν ενέργεια που έχει σχέση με "ιδιοτελή συμφέροντα" κι όχι με το γενικό συμφέρον.
Τρίτον, μολονότι η ταξική πάλη συνεχίζεται στον καπιταλισμό έχει καταντήσει τελικά πάλη για την καλύτερη διαχείρισή του και διανομή του προϊόντος του, χωρίς να αμφισβητεί το δικαίωμα ύπαρξής του. Το να συνεχίσουμε να θεωρούμε ότι η πάλη αυτή έχει κάποια μοναδική επαναστατική δυναμική, μετά τις εμπειρίες των 75 τελευταίων ετών, ισοδυναμεί με τύφλωση μπροστά στο φαινόμενο της μετεξέλιξης του επαναστατικού συνδικαλισμού σε μηχανισμό συλλογικών διαπραγματεύσεων και του επαναστατικού σοσιαλισμού σε βελτιωτική σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή σε καθημερινή διαχείριση του καπιταλισμού.
Τέταρτον, το εργοστάσιο όχι μόνο δεν αποτέλεσε σχολείο του επαναστατικού σοσιαλισμού, αλλά αντίθετα έγινε σχολείο ευπείθειας. Εάν εξετάσουμε την ιστορία των εργατικών εξεγέρσεων, διαπιστώνουμε συνήθως την ύπαρξη μιας "εργατικής τάξης" σε μεταβατική περίοδο: μόλις πρόσφατα είχε εγκαταλείψει τη γεωργία ή τη βιοτεχνία για να ενταχθεί στο εργοστασιακό σύστημα. Είτε εξετάσουμε τις εξεγέρσεις στην Ευρώπη το 1848, την Κομμούνα του Παρισιού το 1871, τις ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και 1917, τα κινήματα εργατικών συμβουλίων σ' όλη την Ευρώπη μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την Ισπανική Επανάσταση του 1936-37, είτε τέλος την Αλληλεγγύη στην Πολωνία στη δεκαετία του '80, παρατηρούμε ότι τα ενεργά και μαχητικά τμήματα των κινημάτων αυτών προέρχονται από ευρύτερο κοινωνικό φάσμα. Οι βιομηχανικοί εργάτες, γενικά, μόλις πρόσφατα είχαν εγκαταλείψει άλλες απασχολήσεις. Επιπλέον, η κοινωνικοποίηση των παιδιών των ριζοσπαστικών βιομηχανικών εργατών γίνεται μέσα στο εργοστασιακό σύστημα προς το οποίο τείνουν να προσαρμόζονται, σύστημα που, όπως γνωρίζουμε, διακρίνεται από στρατιωτικού τύπου ιεραρχία και υπακοή. Η εργατική τάξη από γενιά σε
γενιά έφθασε να θεωρεί την ιεραρχική πειθαρχία του εργοστασίου περισσότερο σαν αναπόφευκτη και αναγκαία φύση των πραγμάτων παρά σαν κάτι απέναντι στο οποίο θα έπρεπε να προβάλει σθεναρή αντίσταση. Έφθασε να θεωρεί την ιεραρχία των βαθμών στη δουλειά περισσότερο σαν μια κλίμακα καριέρας και κοινωνικής θέσης στις βαθμίδες της οποίας θα μπορούσε να αναρριχηθεί παρά σαν ένα στήριγμα των αφεντικών το οποίο θα έπρεπε να λακτίσει. Το εργοστάσιο "πειθάρχησε, οργάνωσε, ένωσε" τους εργάτες μέσα στον καπιταλισμό, όχι ενάντιά του, όπως είχε προβλέψει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο.
Ο Μαρξ ήλπισε ότι οι εργάτες αγωνιζόμενοι για τα δικά τους συμφέροντα έθεταν δυνάμει και το γενικό συμφέρον, που συνεπαγόταν την τελική κατάργηση των ταξικών και εθνικών διαιρέσεων και τη δημιουργία μιας αταξικής κοινωνίας. Σήμερα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οσάκις οι εργάτες πάλεψαν για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, επιδίωξαν συνήθως μια καλύτερη συμφωνία με τον καπιταλισμό για τον εαυτό τους, όχι την αταξική κοινωνία.
Εν πάση περιπτώσει, η βιομηχανική δομή που ο Μαρξ είδε να αναδύεται στην εποχή του και την οποία ανέλυσε συχνά με εκπληκτική προγνωστική ικανότητα, παρέρχεται. Με την αυτοματοποίηση, η μοίρα του βιομηχανικού εργάτη δεν διαφέρει από τη μοίρα του γεωργού. Βέβαια τα εργοστάσια όπως και τα αγροκτήματα θα παραμείνουν, αλλά αυτοματοποιημένες μηχανές και ρομπότ θα αντικαταστήσουν το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης εργασίας. Πράγματι, βρισκόμαστε στο μέσον μιας τεχνολογικής επανάστασης που στηρίζεται στη μικροηλεκτρονική και τη βιοτεχνολογία και η οποία θα έχει τόσο βαθιές κοινωνικές επιπτώσεις όσο η αγροτική και η βιομηχανική επανάσταση. Θα είναι "μεταβιομηχανική" από την άποψη του πώς οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι κερδίζουν τα προς το ζην, αλλά υπερβιομηχανική από την άποψη του βαθμού εκμηχάνισης της παρα-γωγής.
Την τεχνολογική επανάσταση συνοδεύει η αναδιάρθρωση των κοινωνικών δικτύων μέσα από τα οποία πλούτος και εισόδημα κυκλοφορούν. Στην πραγματικότητα, όπως οι καπιταλιστές εφάρμοσαν το εργοστασιακό σύστημα για να κινητοποιήσουν και να πειθαρχήσουν την εργασία πριν αναπτυχθεί το μεγαλύτερο μέρος της τεχνολογίας των καπνογόνων βιομηχανιών, έτσι και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση σήμερα καθοδηγεί την τεχνολογική επανάσταση. Η όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού υπονομεύει το "κοινωνικό συμβόλαιο" μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου που παρήγαγε τη "μεσαία τάξη" των βιομηχανικών εργατών, που στο διάστημα μεταξύ 1950 και 1980 είχαν στις Ηνωμένες Πολιτείες την προστασία του σωματείου τους, ασφαλή απασχόληση και σχετικά ευπρεπείς απολαβές. Οι πολυεθνικές εταιρείες για να αντιμετωπίσουν σήμερα τον ανταγωνισμό εισάγουν νέες τεχνολογίες άμεσης παγκόσμιας επικοινωνίας και αυτοματισμού για να φέρουν αντιμέτωπους τους Αμερικανούς εργάτες με τη φθηνή εργασία στο εξωτερικό και τα ρομπότ στο εσωτερικό. Το "Φορντικό" κύκλωμα συσσώρευσης, που βασίζεται στη μαζική παραγωγή για μαζική κατανάλωση, υποχωρεί μπροστά σ' ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης που βασίζεται στην πολυετή "υπερκατανάλωση" προνομιούχων ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ενώ δημιουργείται μια υπο-τάξη που ζει στο όριο συντήρησης ή και κάτω απ'αυτό η οποία, όταν έχει απασχόληση, εργάζεται με χαμηλούς μισθούς παράγοντας αγαθά και παρέχοντας υπηρεσίες στους ευκατάστατους.
Η κατανομή τους εισοδήματος που μπορεί παραστατικά να απεικονιστεί σε σχήμα βαρελιού, όπου οι εργάτες της βιομηχανίας με ασφαλή απασχόληση καταλαμβάνουν συμπαγή θέση στα μεσαία εισοδήματα, παραχωρεί τη θέση του σε μια άλλη δομή εισοδηματικής διαστρωμάτωσης που παίρνει τη μορφή κλεψύδρας. Από τη μια μεριά έχουμε ένα συρρικνούμενο στρώμα εξειδικευμένων εργατών και τεχνικών που έχει ασφαλή απασχόληση, υψηλή εξειδίκευση και συχνά είναι συνδικαλιστικά οργανωμένο. Από την άλλη μεριά υπάρχει μια αυξανόμενη μάζα υποαπασχολούμενων, χαμηλά αμειβόμενων, σπανίως συνδικαλισμένων και γενικά περιθωριοποιημένων εργατών στις υπηρεσίες και στο "παγκόσμιο εργοστάσιο" που έχει πλέον τη μορφή αποκεντρωμένων δικτύων βιομηχανικών μονάδων υψηλού αυτοματισμού όπου η παραγωγή μπορεί να μεταφέρεται απ' τη μία μονάδα στην άλλη και εύκολα να μετατρέπεται. Αυτές οι παραγωγικές μονάδες απαιτούν συνήθως μόνο περιορισμένο αριθμό εργαζομένων οι οποίοι συχνά προσλαμβάνονται για μικρό χρονικό διάστημα και για μερική απασχόληση, όπως οι μετανάστες εργάτες που δουλεύουν ευκαιριακά στα μεγάλα αγροκτήματα.
Η κατανομή τους εισοδήματος που μπορεί παραστατικά να απεικονιστεί σε σχήμα βαρελιού, όπου οι εργάτες της βιομηχανίας με ασφαλή απασχόληση καταλαμβάνουν συμπαγή θέση στα μεσαία εισοδήματα, παραχωρεί τη θέση του σε μια άλλη δομή εισοδηματικής διαστρωμάτωσης που παίρνει τη μορφή κλεψύδρας. Από τη μια μεριά έχουμε ένα συρρικνούμενο στρώμα εξειδικευμένων εργατών και τεχνικών που έχει ασφαλή απασχόληση, υψηλή εξειδίκευση και συχνά είναι συνδικαλιστικά οργανωμένο. Από την άλλη μεριά υπάρχει μια αυξανόμενη μάζα υποαπασχολούμενων, χαμηλά αμειβόμενων, σπανίως συνδικαλισμένων και γενικά περιθωριοποιημένων εργατών στις υπηρεσίες και στο "παγκόσμιο εργοστάσιο" που έχει πλέον τη μορφή αποκεντρωμένων δικτύων βιομηχανικών μονάδων υψηλού αυτοματισμού όπου η παραγωγή μπορεί να μεταφέρεται απ' τη μία μονάδα στην άλλη και εύκολα να μετατρέπεται. Αυτές οι παραγωγικές μονάδες απαιτούν συνήθως μόνο περιορισμένο αριθμό εργαζομένων οι οποίοι συχνά προσλαμβάνονται για μικρό χρονικό διάστημα και για μερική απασχόληση, όπως οι μετανάστες εργάτες που δουλεύουν ευκαιριακά στα μεγάλα αγροκτήματα.
Εν συντομία, παρακολουθούμε σήμερα την αποσύνθεση της ταξικής δομής της βιομηχανικής κοινωνίας. Εκατομμύρια ανθρώπων βρίσκονται σε μεταβατική κατάσταση, χωρίς σαφή θέση μέσα στο σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Εκατομμύρια ανθρώπων γίνονται άχρηστοι, καθώς την εργασία τους ουδείς πλέον χρειάζεται, ενώ μέσα σε συνθήκες αύξησης της εγκληματικότητας, κοινωνικής αναταραχής από τα κάτω, και κτηνώδους βίας και καταπίεσης από τα πάνω, αναδύεται ένας όλο και περισσότερο καταπιεστικός, στρατικοποιημένος και καθοδηγούμενος από το κράτος καπιταλισμός για να τηρήσει την "τάξη".
Τον αδύνατο κρίκο της αναδυόμενης δομής του στρατικοποιημένου κρατικού καπι-ταλισμού αποτελεί η λαϊκή πάλη για δημοκρατία στη βάση, όχι η ταξική πάλη για υλικά συμφέροντα. Τα θύματα αυτής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης παραμένουν σήμερα τόσο παγερά αδιάφορα μπροστά στις παραδοσιακές ταξικές εκκλήσεις της παλαιάς αριστεράς που έχουν σαν στόχο τους εργάτες, όσο θα παρέμεναν αδιάφορα μπροστά στις παλαιές εκκλήσεις του λαϊκιστικού κινήματος γεωργών και μικροκαλλιεργητών του 19ου αιώνα που είχαν στόχο τους αγρότες. Άτομα που εκτοπίζονται οικονομικά και τεχνολογικά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε σχέση με τα υλικά προβλήματα που δημιουργεί η αναδιάρθρωση αυτή -την οικονομική ανασφάλεια, τη δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων στο πρόσωπο των μειονοτήτων, το δηλητηριασμό από τοξικές ουσίες, τη στρατολόγηση των φτωχών στη στρατιωτική μηχανή για διεξαγωγή πολέμων στο εξωτερικό. Τα πιο ασφαλή από οικονομική άποψη μεσαία στρώματα είναι εξίσου ευαίσθητα σε σχέση με τις πολιτιστικές και ηθικές πτυχές των προβλημάτων αυτών -την εργασία χωρίς νόημα, την απουσία κάθε έννοιας κοινότητας, τη γενική υποβάθμιση του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, το άθλιο πνεύμα του μιλιταρισμού. Η δημοκρατία παρέχει τον προγραμματικό δεσμό μεταξύ αυτών των δύο τμημάτων του πληθυσμού, τα οποία, μαζί, αποτελούν τη ση-μερινή "τεράστια πλειοψηφία".
Ο Συνομοσπονδιακός Κοινοτισμός, σαν πρόγραμμα που δίνει δύναμη και εξουσία στο "λαό" εμπεριέχει έτσι τη δυνατότητα διεύρυνσης της κοινωνικής βάσης ενός επαναστατικού κινήματος. Διότι προτείνει τη δημιουργία κοινοτικών συνελεύσεων σαν την κοινωνική εκείνη μορφή μέσω της οποίας "ο λαός" μπορεί να βρει τη φωνή και την ισχύ του. Οι κοινοτικές συνελεύσεις παρέχουν ένα βήμα όπου μπορούν να τεθούν και να συζητηθούν όλα τα ζητήματα και να ενσωματωθούν μέσα σ'ένα κοινό πρόγραμμα στο οποίο θα προτείνει λύσεις για την αλλοτρίωση, την εκμετάλλευση και τη φτώχεια θα παίρνει υπόψη του την επιθυμία των ανθρώπων να συμβιώνουν στο πλαίσιο της κοινότητας και θα αντιμετωπίζει την καταπίεση και την ιεραρχία που βασίζονται στη φυλή, το φύλο, την ηλικία και το επάγγελμα. Θα προτείνει δε οικολογικές τεχνολογίες ανθρώπινης κλίμακας και θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα των τοξικών ουσιών. Τέλος, θα είναι σταθερά προσανατολισμένο στην εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης και της διεθνούς συνεργασίας καθώς και της αντιμετώπισης της φτώχειας.
Με τις συνελεύσεις σε επίπεδο γειτονιάς, με τους εντεταλμένους εκπροσώπους τους στο δημοτικό συμβούλιο και με την εξουσία ανάκλησης τόσο των αποφάσεων του συμβουλίου όσο και των εκπροσώπων τους είναι δυνατόν να σκεφθούμε ότι θα αρχίσουν να αντιμετωπίζονται τόσο οι υλικές ανάγκες των περιθωριοποιημένων τμημάτων της κοινωνίας όσο και οι ανησυχίες των μεσαίων στρωμάτων για την ποιότητα ζωής. Διαιρεμένα καθώς είναι σήμερα τα δύο αυτά τμήματα του πληθυσμού επιτρέπουν στους καπιταλιστές να κυβερνούν τις πόλεις και να στρέφουν το ένα τμήμα εναντίον του άλλου. Ενωμένα, τα μεσαία και τα περιθωριοποιημένα στρώματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους δημοτικούς θεσμούς για να αρχίσουν να ανασυγκροτούν τις πόλεις τους προς το συμφέρον και των δύο ομάδων. Διασυνδεόμενες με άλλες πόλεις, οι ομοσπονδίες των δήμων θα μπορούσαν να προβάλουν σθεναρή και αποτελεσματική αντίσταση απέναντι στη συγκεντρωτική εξουσία των εθνικών κρατών και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και τελικά να αντικαταστήσουν την εξουσία τους με νέες μορφές πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας στη βάση.
Αυτό που δίνει στην άμεση δημοκρατία τη ριζοσπαστική της ώθηση είναι το γεγονός ότι το τελευταίο πράγμα που θέλει ο σύγχρονος κρατικός καπιταλισμός είναι η πραγματική δημοκρατία. Διότι βραχυκυκλώνει την ανάγκη των στρατιωτικών, του κράτους και των διευθυντικών στελεχών των μεγάλων εταιρειών για συγκεντρωτικό έλεγχο και καταπίεση για τη διατήρηση της σταθερότητας και "τάξης". Τα ποσοτικά οικονομικά αιτήματα ικα-νοποιούνται κατά καιρούς για να αποστρατεύσουν και να καθησυχάσουν εκείνους που τα διεκδικούν. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να φέρουν αντιμέτωπα συντεχνιακά αιτήματα ορισμένων ομάδων (όπως είχαμε στην περίπτωση των Ρεπουμπλικάνων από τη "Νότια Στρατηγική" του Νίξον μέχρι το δέλεαρ του Bush με τις σταθερές ποσοστώσεις). Αντίθετα, τα ποιοτικά δομικά αιτήματα δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης για την από-κατάσταση της ποιότητας του περιβάλλοντος και τη δημιουργία κοινότητας και εργασίας που να έχει κάποιο νόημα είναι "περιθωριακά ζητήματα" συμφωνά με το στρατηγικό λεξικό των Ρεπουμπλικάνων. Η διαφορά έγκειται στο ότι αυτά τα "περιθωριακά ζητήματα" απομονώνουν τις ελίτ από το λαό, αντί να χαράζουν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφόρων λαϊκών στρωμάτων. Η δυναμική του καπιταλισμού για απεριόριστη ανάπτυξη έρχεται σε άμεση αντίθεση με το στόχο δημιουργίας μιας οικολογικής κοινωνίας σε ισορροπία με τη φύση. Ο δημοκρατικός έλεγχος της οικονομικής ανάπτυξης απειλεί ευ-θέως τις προνομίες του κεφαλαίου και την προσανατολισμένη προς το κέρδος δυναμική. Η επιθυμία για την αναζήτηση νοήματος στην εργασία και στην καθημερινή ζωή θέτει υπό αμφισβήτηση τόσο τον παραλογισμό όσο και τον ατομικισμό που δημιουργεί η κοινωνία της αγοράς; Αυτά είναι ζητήματα που ταιριάζουν καλύτερα με ευρύτερους λαϊκούς αγώνες οργανωμένους σε επίπεδο κοινότητας παρά με αγώνες για οικονομικά αιτήματα οργανωμένους σε επίπεδο δουλειάς.
Φυλή και Επαναστατικό Υποκείμενο
Η αναπαραγωγή φαινομένων όπως ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμος, ο εθνικισμός, ο φασισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και άλλοι "σοσιαλισμοί των τρελών" εντός της εργατικής τάξης, αποτελούν αποφασιστικά στοιχεία για να υποστηρίξει κανείς ότι ο καπιταλισμός δεν είναι "προοδευτικός" -με την έννοια ότι καταρρίπτει όλες τις ανορθολογικές διαιρέσεις της κοινωνίας που φέρει μέσα του- πριν εγκαταστήσει τη δική του ορθολογικότητα στη βάση της λογικής του κέρδους. Πράγματι, σήμερα, καθώς ο αναπτυγμένος καπιταλισμός απολαμβάνει τέτοιας νομιμοποίησης που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του, παριστάμε θα μάρτυρες της έκρηξης του εθνικισμού, του ρατσισμού και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού σ' ολόκληρο τον κόσμο. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού όχι μόνο δεν "απογύμνωσε τους εργάτες από κάθε ίχνος εθνικού χαρακτήρα", όχι μόνο δεν τους δίδαξε να θεωρούν τη θρησκεία απλώς σαν "αστικές προκαταλήψεις", όπως έγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Μανιφέστο20, αλλά ενδυνάμωσε τον εθνικισμό και τη θρησκεία ως οδούς διαφυγής και δραπέτευσης από την πραγματικότητα. Η ιστορία του καπιταλισμού δείχνει ότι οι εργάτες συχνά ενεργούν αντίθετα σ' ό,τι θεωρούν ότι αποτελεί τα ορθολογικά οικονομικά τους συμφέροντα για να συμμετάσχουν σε ανορθολογικούς μύθους, όπως ο εθνικισμός και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός. Ιδεολογία και ψυχολογικά ριζωμένα υποσυνείδητα κίνητρα συμβάλλουν, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με το οικονομικό συμφέρον, στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς.
Η στροφή μεγάλου μέρους της γερμανικής εργατικής τάξης προς το φασισμό σε χτυπη-τή αντίφαση με την ενσυνείδητη αντίληψη της για τα ταξικά της συμφέροντα προκάλεσε το γνωστό βιβλίο του Βίλχελμ Ράιχ, Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού, όπου γινόταν μια επανεκτίμηση της πολιτικής προσέγγισης της Αριστεράς, ιδιαίτερα δε του γεγονότος ότι δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ψυχολογικής εσωτερίκευσης της καταπίεσης, της τυφλής υπακοής στην καταπιεστική εξουσία και της ταύτισης μ'αυτήν21. Είναι σαφές ότι μια πολιτική πρακτική που αποσκοπεί στο μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν μπορεί να απευθύνεται απλώς στο οικονομικό συμφέρον των ανθρώπων.
Η συμμετοχική φύση της άμεσης δράσης, ιδιαίτερα δε η άμεση δημοκρατία στις κοινοτικές συνελεύσεις σαν ανώτερη μορφή άμεσης δράσης, έχει ένα μεταμορφωτικό αποτέλεσμα πάνω σ' αυτούς που συμμετέχουν, διότι τους επιτρέπει να ανακαλύψουν τις δυνατότητες και τις δυνάμεις τους, να σκεφθούν και να δράσουν για τον εαυτό τους χωρίς το φόβο των κυρώσεων από απόμακρα, μυστικοποιημένα πρόσωπα της εξουσίας, κρατικά ή θρησκευτικά, και χωρίς τη μαγνητική επίδραση διαφόρων προσωπικοτήτων των μέσων μαζικής επικοινωνίας που πλασάρουν τρόπους ζωής (συμπεριλαμβανομένης της πολιτι- κής απάθειας). Ο Συνομοσπονδιακός Κοινοτισμός επιδιώκει να δημιουργήσει ένα τέτοιο είδος συμμετοχικής πολιτικής που έχει μεταμορφωτικό αποτέλεσμα σ' αυτούς που συμμετέχουν.
Παραμένει ωστόσο ανοιχτό το θέμα της καταπίεσης φυλετικών μειονοτήτων από την πλειοψηφία. Πώς θα ξεριζώσουμε το ρατσισμό; Στις Ηνωμένες Πολιτείες το πρόβλημα του ρατσισμού είναι ιδιαίτερα κρίσιμο αν πάρουμε υπόψη μας τα 500 χρόνια καπιταλιστικής ανάπτυξης όπου το ταξικό σύστημα εκμετάλλευσης στηρίχτηκε στη συστηματική φυλετική κυριαρχία επί των έγχρωμων ανθρώπων. Η διακυβέρνηση της πλειοψηφίας σήμαινε στην ουσία λευκή ρατσιστική διακυβέρνηση. Η δημοκρατία δεν παρέχει απλή λύση εάν η πλειοψηφία συνεχίζει να κυριαρχεί επί των εθνοτικών μειονοτήτων. Επιπλέον, οι τεχνολογικές αλλαγές σήμερα καθιστούν την ανθρώπινη εργασία λιγότερο αναγκαία, απειλώντας ιδιαίτερα την ανειδίκευτη εργασία φυλετικά κυριαρχούμενων ομάδων αλλά και την εργασία εκατομμυρίων λευκών. Οι λευκοί που κατεβαίνουν την κλίμακα της κοινωνικής κινητικότητας ψάχνουν για αποδιοπομπαίους τράγους και επομένως δεν πρέπει καθόλου να αποκλείσουμε την περίπτωση ανάπτυξης ενός μαζικού φασιστικού κινήματος το οποίο θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια τη ζωή και επιβίωση των έγχρωμων ατόμων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η οργάνωση στον τόπο δουλειάς έχει πλέον όλο και μικρότερη σχέση με την ιδιαίτερη κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι εθνοτικές μειονότητες που η τεχνολογική ανάπτυξη τις ρίχνει στην ανεργία ή τις καθιστά άχρηστες.
Από την άλλη μεριά, η προσέγγιση του κοινοτισμού, που έχει ως αφετηρία τον υπάρχοντα γεωγραφικό διαχωρισμό των έγχρωμων ανθρώπων από το λευκό ρατσισμό, μπορεί να προωθήσει ένα πρόγραμμα δημιουργίας συνομοσπονδιών αποτελούμενων από κοινότητες Αφρικανο-Αμερικανών, Λατινογενών και Ιθαγενών Αμερικανών. Αυτές οι αυτοδιοικού-μενες συνομοσπονδίες θα μπορούσαν να προωθήσουν σε κάποιο βαθμό μέτρα αμοιβαίας βοήθειας και αυτοδύναμης ανάπτυξης, ικανά κατά κάποιο τρόπο να τις προφυλάξουν από τη μισαλλοδοξία της λευκής ρατσιστικής πλειοψηφίας. Μπορούμε ίσως να ελπίζουμε ότι οι ριζοσπαστικοποιημένες κοινότητες των εγχρώμων, δίνοντας ένα εμπνευσμένο παράδειγμα συνομοσπονδιακής δημοκρατικής οργάνωσης στη βάση και οικονομικής συνεργασίας, θα μπορούσαν να ριζοσπαστικοποιήσουν λευκές κοινότητες δείχνοντας στην πράξη έναν καλύτερο τρόπο ζωής και ανθρώπινων σχέσεων. Οι ριζοσπαστικοποιη- μένες κοινότητες των εγχρώμων, συμμετέχοντας στην ευρύτερη κοινωνία με ανεξάρτητη βάση εξουσίας, θα ανάγκαζαν τουλάχιστον τις λευκές κοινότητες να επιλέξουν μεταξύ της συνέχισης του ρατσισμού ή της ανάπτυξης μιας νέας σχέσης αμοιβαίου σεβασμού και ισότητας - να επιλέξουν είτε να συνεχίσουν να συμμαχούν σε ρατσιστική βάση με τις λευκές καπιταλιστικές και κρατικές ελίτ που τις εκμεταλλεύονται και τις κυριαρχούν,* είτε να συνάψουν μια νέα συμμαχία σξ δημοκρατική βάση με τις έγχρωμες κοινότητες για να κερδίσουν τη δική τους απελευθέρωση από την εκμετάλλευση και κυριαρχία των κυβερνώντων ελίτ. Επομένως, το βασικό πρόγραμμα για το ξερίζωμα του ρατσισμού είναι ένα πρόγραμμα που εξοπλίζει με δύναμη και αυτο-κυβέρνηση τους φυλετικά καταπιεσμένους.
Στη δεκαετία του '60 η ηγεσία του κινήματος για μαύρη πολιτική δύναμη πέρασε δυστυχώς σε μαύρους φιλελεύθερους που απλώς ζητούσαν για τους μαύρους θέσεις για να κάνουν ό,τι έκαναν και οι λευκοί χωρίς να αλλάξουν το σύστημα. Ωστόσο προωθήθηκε και μια προοπτική ριζοσπαστικής μαύρης δύναμης με την επιδίωξη να ελέγξει τη μαύρη κοινότητα για να επιφέρει μια θεμελιακή αντι-καπιταλιστική κοινωνική αλλαγή σ'ολό- κληρη την Αμερική. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι οι μαύροι ήταν συγκεντρωμένοι στις πόλεις και ότι εκτοπίζονταν απ'τις δουλειές τους λόγω της αυτοματοποίησης, οι James και Grace Lee Boggs (που σήμερα είναι ενεργά μέλη των Πράσινων στο Ντητρόιτ) κάλεσαν το 1965, για:
Αυτοκυβέρνηση των κυριότερων πόλεων από τη μαύρη πλειοψηφία, με τη δική της ηγεσία και οργάνωση και διατεθειμένη να αναδιοργανώσει τη δομή της διακυβέρνησης της πόλης και της ζωής στην πόλη απ' την κορυφή μέχρι τα νύχια. Η βάση που πρέπει να οργανώσουμε σήμερα είναι η πόλη, όπως ήταν τα εργοστάσια στη δεκαετία του '30. Πρέπει να αγωνιστούμε για να ελέγξουμε και να κυβερνήσουμε τις πόλεις όπως οι εργάτες αγωνίστηκαν για να ελέγξουν και να κυβερνήσουν τα εργοστάσια τη δεκαετία του '30. Η Μαύρη Πολιτική Δύναμη θα πρέπει να καταρτίσει ένα πρόγραμμα άμεσης επέμβασης για να χρησιμοποιήσει την πιο προηγμένη τεχνολογία για την απελευθέρωση των ανθρώπων απ' όλες τις μορφές χειρωνακτικής εργασίας. Θα πρέπει επίσης να πάρει άμεσα μέτρα για να αλλάξει την έννοια της κοινωνικής πρόνοιας σε έννοια που να δηλώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ευημερία και την ευμάρεια. Η ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορούν να είναι ευκατάστατοι απολαμβάνοντας τους καρπούς της τεχνολογίας και τους κόπους των παρελθόντων γενεών χωρίς την ανάγκη να εργάζονται για τα προς το ζην πρέπει να γίνει αποδεκτή σαν ομαλή και κανονική, όπως έχει γίνει αποδεκτή και η ιδέα της οργάνωσης των εργατών. Δεν θα πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι μπορούμε να επιτύχουμε το στόχο αυτό χωρίς την απαλλοτρίωση εκείνων που σήμερα έχουν την ιδιοκτησία και ελέγχουν την οικονομία. Και κατά συνέπεια δεν είναι εφικτή η επίτευξη του στόχου αυτού μόνο στο επίπεδο μιας πόλης, δηλαδή χωρίς να σαρωθεί η εθνική δομή εξουσίας. Όμως, εγκαθιστώντας προγεφυρώματα σε μια ή και περισσότερες πόλεις, οι μαύρες επαναστατικές κυβερνήσεις θα βρεθούν στην πιο ισχυρή στρατηγική θέση για να αντιπαλέψουν και τελικά να κατανικήσουν την εθνική αυτή δομή εξουσίας22.
Η ριζοσπαστική αυτή προοπτική της Μαύρης Δύναμης είχε σημαντική απήχηση σε άλλα τμήματα των ριζοσπαστικών κινημάτων εγχρώμων την επόμενη δεκαετία, στα αιτήματα για κοινοτικό έλεγχο των σχολείων, της αστυνομίας και των επιχειρήσεων, στο "δια- κοινοτισμό" των Μαύρων Πανθήρων και του Κινήματος των Αμερικανών Ινδιάνων που υποστήριζαν τον κοινοτικό έλεγχο για όλες τις κοινότητες και τις συνεταιριστικές σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων. Οι κινήσεις επομένως αυτές αποτελούσαν στην πραγματικότητα ριζοσπαστικά κοινοτικά και συνομοσπονδιακά ρεύματα που η σημασία τους αυξήθηκε καθώς επιταχύνθηκαν για τις έγχρωμες κοινότητες οι τάσεις τεχνολογικής ανεργίας, εξαθλίωσης, φυλάκιση ς και καταπίεσης.
Ισχύς
Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, η εκπαίδευση στην επιστημονική τεχνολογία και την κοινωνική συνεργασία, καθώς και η ταξική συνείδηση που δημιουργούσε στους βιομηχανικούς εργάτες το εργοστασιακό σύστημα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν από ένα ανεξάρτητο εργατικό κόμμα που θα είχε στόχο την κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Για την εργατική τάξη που αυξανόταν αριθμητικά, η κατάληψη της εξουσίας είτε μέσω εκλογών είτε μετά από εξέγερση, ήταν απλώς θέμα χρόνου. Όμως, όπως αναφέραμε πιο πάνω, η ιεραρχική δόμηση της επαγγελματικής απασχόλησης μέσα στους εργαζόμενους, τους εμπόδισε να ενωθούν πάνω σ'ένα κοινό ταξικό πρόγραμμα.
Όπου ισχυρά εργατικά κόμματα εδραίωσαν τη θέση τους και ανέλαβαν την εξουσία (όπως π.χ. στη Σουηδία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο), απλώς διαχειρίστηκαν τον καπιταλισμό, δεν τον αντικατέστησαν. Οι κομματικές ελίτ κατέλαβαν κυβερνητικά αξιώματα αλλά όχι την πραγματική εξουσία. Ο λόγος είναι ότι δεν μπορούν να ανταπε- ξέλθουν στην εξωκοινοβουλευτική δύναμη που έχουν στη διάθεσή τους οι κυρίαρχες ελίτ, όπως την κινητικότητα του κεφαλαίου, την εμπεδωμένη κρατική γραφειοκρατία, τα συγκροτήματα των ΜιΜΕ, τη στρατιωτική καταπίεση. Παραδεχόμενοι ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος οδηγεί αφ' εαυτός στην ήττα και ότι μόνο ένα λαϊκό κίνημα στηριγμένο στην άμεση δράση έχει τη δύναμη να ανατρέψει τις κυβερνώσες ελίτ, οι επαναστάτες που προσέβλεπαν στους εργάτες επικέντρωσαν την προσοχή τους στην άμεση δράση στον τομέα της παραγωγής, προσπαθώντας να δημιουργήσουν τις συνθήκες για μια επαναστατική γενική απεργία.
Το κύμα γενικών απεργιών των αρχών του αιώνα μας και κυρίως ο σχηματισμός των εργατικών συμβουλίων (σοβιέτ) στην εξέγερση του 1905 στη Ρωσία, ανήγαγε τη μαζική απεργία σε κύρια στρατηγική προοπτική για τους περισσότερους ριζοσπάστες μαρξιστές, όπως ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ κι αργότερα οι κομμουνιστές των συμβουλίων. Οι αναρχοσυνδικαλιστές είχαν κι αυτοί, νωρίτερα, θέσει τη γενική απεργία στο επίκεντρο της στρατηγικής τους. Πίστευαν ότι το καπιταλιστικό σύστημα όχι μόνο ριζοσπαστικο- ποιούσε τους εργάτες αλλά τους έθετε και σε στρατηγική θέση εντός της οικονομικής δομής για να αντισταθούν και τελικά να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Όπως τόνιζε ο Rodolf Rocker:
«Στην Ισπανία το απεργιακό κίνημα εξαπλώθηκε μεταξύ των εργατών και αγροτών μετά τη φασιστική εξέγερση τον Ιούλιο του 1936, εξελίχτηκε σε "κοινωνική γενική απεργία" (Huelga General) και οδήγησε σε ένοπλη αντίσταση και μ'αυτήν στην κατάργηση της καπιταλιστικής οικονομικής τάξης και την αναδιοργάνωση της οικονομικής ζωής από τους ίδιους τους εργάτες.
Η μεγάλη σημασία της γενικής απεργίας έγκειται στο εξής: μ'ένα χτύπημα ακινητοποιείσαι κλονίζει τα θεμέλια ολόκληρου του οικονομικού συστήματος. Επιπλέον, μια τέτοια δράση δεν εξαρτάται από την πρακτική ετοιμότητα όλων των εργατών, καθώς είναι αυταπόδεικτο ότι στην πολιτική ανατροπή ουδέποτε συμμετείχαν όλοι οι πολίτες της χώρας. Το ότι οι οργανωμένοι εργάτες στις πιο σημαντικές βιομηχανίες αρνούνται να εργαστούν, είναι αρκετό για να αποδιαρθρωθεί ολόκληρος ο οικονομικός μηχανισμός, ο οποίος δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει χωρίς την καθημερινή παροχή άνθρακα, ηλεκτρικού ρεύματος και κάθε είδους πρώτων υλών.
Για τους εργάτες, η γενική απεργία καταλαμβάνει τη θέση των οδοφραγμάτων της πολιτικής εξέγερσης. Γι' αυτούς αποτελεί λογική κατάληξη του βιομηχανικού συστήματος του οποίου είναι σήμερα τα θύματα και ταυτόχρονα τους προσφέρει το ισχυρότερο όπλο στην πάλη τους για απελευθέρωση23».
Η ιστορική εμπειρία μας παρέχει αρκετά παραδείγματα που δείχνουν ότι οι εργάτες είχαν την παραγωγή στα χέρια τους αλλά όχι την κοινωνική εξουσία που ο Rocker νόμιζε ότι θα προέκυπτε απ' την παραγωγή. Οι εργοστασιακές επιτροπές στη Ρωσία και τα σο- βιέτ το 1917 υπερφαλαγγίστηκαν από τους Μπολσεβίκους και κατόπιν από το συγκεντρωτισμό της εξουσίας στο κομματικό κράτος. Η Ισπανική Επανάσταση του 1936-37 δεν κατάφερε να νικήσει τους φασίστες μολονότι είχε υπό τον έλεγχο της τα μέσα παραγωγής στην Καταλωνία, την Αραγκόν και σ'άλλες περιοχές. Τα εργατικά συμβούλια στην Ουγ-γαρία το 1956 απλώς συνετρίβησαν από τη σοβιετική στρατιωτική ισχύ. Η Αλληλεγγύη στην Πολωνία δεν κατάφερε να ανατρέψει την πολωνική κυβέρνηση παρά το απίστευτα τεράστιο δίκτυο εργατικών συμβουλίων και την ευρύτατη λαϊκή υποστήριξη που είχε.
Ο έλεγχος της παραγωγής είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος. Χρειαζόμαστε μια στρατηγική που να αντιμετωπίζει όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής εξουσίας. Ένας άλλος αναγκαίος όρος είναι να κερδίσουμε με το μέρος μας τους απλούς στρατιώτες των ενόπλων δυνάμεων. Οι εμπειρίες πρόσφατων επαναστάσεων δείχνουν πόσο κρίσιμος είναι αυτός ο όρος: από το Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων που ανέτρεψε τους φασίστες στην Πορτογαλία το 1974, μέχρι την ανατροπή του Μάρκος από το κίνημα "Λαϊκή Εξουσία" στις Φιλιππίνες, την πτώση του Σάχη στο Ιράν το 1979 και τις επαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη το 1989. Ένα εργατικό κίνημα που αγωνίζεται μόνο για τον εαυτό του είναι λιγότερο πιθανό να αποκτήσει τη συμπάθεια των απλών στρατιωτών από ένα λαϊκό κίνη-μα που βασίζεται στις κοινότητες όπου βρίσκονται οι οικογένειες, οι φίλοι και οι γείτονες των στρατιωτών.
Εν πάση περιπτώσει, σήμερα η βιομηχανική δομή που κάποτε έκανε τη γενική απεργία να φαίνεται δυνητικά τόσο πανίσχυρο όπλο αναδιαρθρώνεται. Ένα παραδοσιακό πρόβλημα που πάντα αντιμετώπιζαν οι ριζοσπάστες εργάτες ήταν το γεγονός ότι η οργάνωση των ανώτερων στρωμάτων της εργατικής τάξης -των πιο ειδικευμένων, των καλύτερα αμειβομένων και όσων είχαν ασφαλέστερη εργασία- ήταν ευκολότερη. Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται σήμερα με τη νέα βιομηχανική δομή που αναδύθηκε με την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού στα τελευταία 20 χρόνια. Τα εργατικά συνδικάτα ή οι κλαδικές ομοσπονδίες των εργατικών συμβουλίων είχαν κάποιο νόημα στο πλαίσιο της παλαιάς "Φορντικής" βιομηχανικής δομής που στηριζόταν στο τοπικά-ενσωματωμένο εργοστάσιο το οποίο απασχολούσε μεγάλο και σταθερό αριθμό εργατών. Αλλά η αυξημένη κινητικότητα του κεφαλαίου στη νέα βιομηχανική δομή εξασθένισε την ισχύ των εργατών στον τομέα της παραγωγής. Για το κεφάλαιο είναι πολύ εύκολο να μεταφέρει αμέσως την παραγωγή σ'ένα άλλο εργοστάσιο στην άλλη άκρη της γης για να υπονομεύσει τη μαχητικότητα των εργατών.
Συγχρόνως, σε σχέση με το εθνικό κράτος, η τοπική αυτοδιοίκηση επωμίζεται πλέον αυξημένη ευθύνη -κι επομένως έχει αυξημένη δύναμη- όσον αφορά τη δημιουργία των συνθηκών παραγωγής που προσελκύουν επενδύσεις. Οι φορολογικές απαλλαγές, η έλλειψη αυστηρών κυρώσεων για ρυπαντικές δραστηριότητες, τα σχολεία, οι δημόσιες υπηρεσίες και η γενική ποιότητα του τοπικού περιβάλλοντος αποτελούν όλο και περισσότερο τους παράγοντες τους οποίους οι μεγάλες επιχειρήσεις σταθμίζουν σήμερα σοβαρά για να αποφασίσουν πού θα εγκαταστήσουν τα εργοστάσια και τα γραφεία τους. Το γεγονός όμως αυτό δίνει στα κινήματα που έχουν σαν βάση τους την κοινότητα κάποια δύναμη για να επηρεάσουν την κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Η δύναμη μάλιστα αυτή είναι δυνητικά ακόμα μεγαλύτερη στην περίπτωση που δημιουργείται ένα δίκτυο κοινοτικών κινημάτων το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την προσπάθεια του κεφαλαίου να στρέψει τη μια κοινότητα κατά της άλλης24.
Για εκατόν πενήντα ολόκληρα χρόνια στην Αριστερά κυριάρχησαν οι θεωρίες που έριχναν το βάρος στον καθοριστικό ρόλο των εργατών κι έτσι είναι εύκολο να ξεχνάμε ότι οι μεγαλύτερες επαναστατικές αναταραχές και εξεγέρσεις την τελευταία χιλιετία έγιναν από κοινοτικά αγροτικά κινήματα και από κινήματα των πόλεων με βάση τους δήμους και τις κοινότητες. Έτσι από τα κινήματα των ελεύθερων πόλεων και τους συνδέσμους (λίγκες) των συνομοσπονδιών καθώς και τις πάμπολλες αγροτικές εξεγέρσεις με αίτημα την αυτονομία των κοινοτήτων από τους καταπιεστές γαιοκτήμονες στις αρχές της παρούσης χιλιετηρίδας μέχρι την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση με τις δημοτικές συγκεντρώσεις και τις συνελεύσεις στις γειτονιές και, ακόμα, μερικές κορυφαίες στιγμές του "προλεταριακού σοσιαλισμού", όπως την Κομμούνα του Παρισιού το 1871 και την Ισπανική Επανάσταση το 1936-37, τα κινήματα που συντάραξαν τα θεμέλια της ιεραρχικής κοινωνίας, τόσο της φεουδαρχικής όσο και της καπιταλιστικής25, ήταν πολυταξικά, λαϊκά κινήματα που αποσκοπούσαν σε τοπική αυτοκυβέρνηση. Πράγματι, από ευρύτερη ιστορική προοπτική, το εργατικό κίνημα αποτελεί το "νέο κοινωνικό κίνημα" και πιθανότατα έχει μεταβατικό χαρακτήρα επειδή αντιστοιχεί στην άνοδο και παρακμή του εργοστασιακού συστήματος. Τα διαταξικά δημοκρατικά κινήματα αποτελούν πιο παλαιές και πιο ανθεκτικές και σταθερές μορφές λαϊκής πάλης26. Δεν είναι η εργατική τάξη αλλά η κοινότητα που επιζεί ακόμα παρά τη μαζική ανάπτυξη του κράτους. Αυτή αποτελεί και την ωρολογιακή βόμβα που θα μπορούσε να εκραγεί, να κλονίσει και να πλήξει θανάσιμα τον κρατικό καπιταλισμό.
Η κοινότητα και οι συνομοσπονδίες των κοινοτήτων, έχοντας τη δυναμική για άμεση δημοκρατία και συνομοσπονδιακές μορφές συντονισμού, σε χτυπητή αντίθεση προς τις κρατικίστικες μορφές, προσφέρουν σε τοπικό επίπεδο το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκατομμύρια ανθρώπων μπορούν να αναλάβουν άμεση δράση για να αντικαταστήσουν την κοινωνία της αγοράς και το γραφειοκρατικό κράτος με ελεύθερες, ισότιμες και συνεταιριστικές κοινωνικές μορφές. Η προσέγγιση του Συνομοσπονδιακού Κοινοτισμού, διευρύνοντας τις κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να κινητοποιηθούν, μπορεί να στηρίξει, να διατηρήσει και να θεσμοποιήσει περισσότερη λαϊκή ισχύ εναντίον του κράτους και του κεφαλαίου, σε σχέση με την προσέγγιση που ρίχνει το βάρος στον εργατικό έλεγχο ο οποίος αναπόφευκτα περιορίζεται στον τόπο δουλειάς.
Μεταβατική στρατηγική
Η μεταβατική στρατηγική επιδιώκει να εγείρει διεκδικήσεις και να αναπτύξει μορφές δράσης και οργάνωσης που προοδευτικά οικοδομούν τις συνθήκες οι οποίες καθιστούν δυνατή τη λαϊκή επαναστατική δράση. Πρώτα, θα πρέπει να θέτει αιτήματα και διεκδικήσεις που κινητοποιούν το λαό πάνω στα άμεσα προβλήματα που αντιμετωπίζει, αλλά με τρόπους που να τον εκπαιδεύουν να κατανοεί τη φύση του συστήματος και την ανάγκη αλλαγής του εκ θεμελίων. Τα αιτήματα και η πάλη για την ικανοποίηση τους θα πρέπει να χρησιμεύουν σαν γέφυρα μεταξύ του σημερινού επιπέδου συνειδητοποίησης και της επαναστατικής συνειδητοποίησης.
Δεύτερον, τα αιτήματα δε θα πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά να συγκρούονται με τη λογική του δημιουργώντας νέα κέντρα δημοκρατικής αντιεξουσίας που απεικονίζουν την κοινωνία που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Όπως τονίζει το προοίμιο για τους Βιομηχανικούς Εργάτες Όλου του Κόσμου (Preamble of the Industrial Workers of the World), χρειάζεται να δημιουργήσουμε "τη δομή της νέας κοινωνίας μέσα στο κέλυφος της παλαιάς".
Τρίτον, τα αιτήματα, καθώς και οι μορφές δράσης και οργάνωσης, θα πρέπει να αποσκοπούν στον κλονισμό του συστήματος, προκαλώντας κρίση και ανοίγοντας το δρόμο για το μετασχηματισμό της κοινωνίας εκ βάθρων.
Ο αναρχοσυνδικαλισμός και οι κομμουνισμός των συμβουλίων θεώρησαν ότι η πάλη μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου στον τομέα της παραγωγής πληροί τις απαιτήσεις αυτές της μεταβατικής στρατηγικής. Ο Rudolf Rocker γράφει:
"Με την άμεση δράση οι αναρχοσυνδικαλιστές εννοούν κάθε μέθοδο άμεσης πάλης των εργατών κατά των οικονομικών και πολιτικών καταπιεστών τους.
Στην απλούστατη μορφή της η άμεση δράση αποτελεί για τους εργάτες ένα απαραίτητο μέσο για να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο ή να υπερασπίσουν τις κατακτήσεις τους απέναντι στις ενορχηστρωμένες προσπάθειες των εργοδοτών. Αλλά η απεργία είναι για τους εργάτες όχι μόνο μέσο υπεράσπισης των άμεσων οικονομικών τους συμφερόντων αλλά επίσης και διαρκής σχολή όπου δοκιμάζουν τη δύναμη αντίστασης τους και η οποία τους δείχνει ότι όλα κατακτώνται με τον καθημερινό ακατάπαυστο αγώνα ενάντια στο υπάρχον σύστημα.
Οι καθημερινοί αγώνες των εργατών για τους μισθούς, όπως και οι οργανώσεις τους για τη διεκδίκηση των οικονομικών τους αιτημάτων, είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής οικονομικής τάξης πραγμάτων και κατά συνέπεια ζωτικής αναγκαιότητας για τους εργάτες. Χωρίς τους αγώνες αυτούς οι εργάτες θα είχαν βυθιστεί στην άβυσσο της ένδειας. Ασφαλώς, το κοινωνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί μόνο με την πάλη για τους μισθούς. Ωστόσο η πάλη αυτή αποτελεί το καλύτερο παιδευτικό εργαλείο για να αποκτήσουν οι εργάτες επίγνωση της ουσίας του κοινωνικού προβλήματος, εφόσον τους προετοιμάζει για την πάλη της απελευθέρωσης από την κοινωνική ή και οικονομική δουλεία.
Ερχόμαστε εδώ στο θέμα της γενικής πολιτιστικής σημασίας της εργατικής πάλης. Η οικονομική συμμαχία των παραγωγών όχι μόνο τους παρέχει τα όπλα για να επιβάλλουν καλύτερο βιοτικό επίπεδο αλλά και γίνεται γι'αυτούς ένα πρακτικό σχολείο, ένα πανεπιστήμιο εμπειρίας και τα όσα συμβαίνουν στους καθημερινούς αγώνες αποκρυσταλλώνονται διανοητικά στις οργανώσεις τους, βαθαίνουν την κατανόησή τους και διευρύνουν το διανοητικό τους ορίζοντα27".
Από την ανάλυση που έχω κάνει πιο πάνω θα πρέπει να είναι σαφές ότι στρατηγικές που έχουν ως επίκεντρο τους αγώνες στον τομέα της παραγωγής απομονώνουν τους εργάτες από την υπόλοιπη κοινότητα. Η ιεραρχία στον τόπο δουλειάς έμοιαζε πολύ με τη στρατιωτική, μια εμπειρία εκ-κοινωνισμού στην υπακοή, κι όχι σχολή για εξέγερση. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες του Rocker και άλλων ριζοσπαστών που έριξαν το βάρος στους εργάτες, το εργατικό κίνημα δεν κατάφερε να αναπτυχθεί από μόνο του, να κλιμακώσει τις διεκδικήσεις του, και να κερδίσει περισσότερη εργατική αντιεξουσία, δημιουργώντας μια βάση για περαιτέρω προώθηση των διεκδικήσεών του μέχρι του σημείου που οι εργάτες θα στρέφονταν εναντίον του ίδιου του συστήματος. Αντί για μια τέτοια εξέλιξη παρατηρούμε ότι η οργανωμένη εργασία έγινε μια ανταγωνιστική ομάδα συμφερόντων στην καπιταλιστική κοινωνία που διαπραγματεύεται για μια καλύτερη θέση μέσα στο σύστημα και δεν αγωνίζεται για μια εναλλακτική λύση.
Παραδεχόμενοι τα γεγονότα αυτά δε σημαίνει ότι θα πρέπει να αγνοήσουμε ή να περιφρονήσουμε τους αγώνες στον τόπο δουλειάς. Η ιεραρχία στον τόπο δουλειάς, οι μισθοί, τα επιδόματα, οι ώρες εργασίας, οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, όλα αυτά αποτελούν σημαντικά θέματα. Χρειάζεται, ωστόσο, να συνδεθούν οργανικά με τους αγώνες στο επίπεδο της κοινότητας. Οι ομάδες που οργανώνονται στον τόπο δουλειάς θα πρέπει να αποτελούν μέρος των ευρύτερων οργανώσεων της κοινότητας, οι οποίες είναι σε θέση να αποσπούν τα προβλήματα του χώρου δουλειάς από το στενό τους πλαίσιο και να τα γενικεύουν. Σ'αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, οι αγώνες που εκτυλίσσονται στον τόπο δουλειάς μπορούν να αναπτυχθούν πέρα από το στενό πλαίσιο των εργατικών διεκδικήσεων για απόσπαση μιας "δίκαιης μερίδας" μέσα στον καπιταλισμό και να εγείρουν βασικά ερωτήματα για το ίδιο το σύστημα: γιατί να εργάζεται κανείς τόσο σκληρά όταν η σύγχρονη τεχνολογία είναι τόσο παραγωγική; Χρειαζόμαστε αφεντικά ή μπορούμε να διευθύνουμε οι ίδιοι δημοκρατικά τη δουλειά μας; Πώς μπορούμε να αναδιαρθρώσουμε τα καθήκοντα στον τόπο δουλειάς και να επιλέξουμε την κατάλληλη τεχνολογία ώστε η εργασία να μας αναπτύσσει ως δημιουργικά και υπεύθυνα ανθρώπινα όντα αντί να μας χρησιμοποιεί σαν εξαρτήματα μιας τεράστιας μηχανής; Πώς μπορούμε να παράγουμε περισσότερα απ' αυτά που θέλουμε σε τοπικό επίπεδο για τοπική χρήση;
Αντί λοιπόν η οικονομική πάλη να είναι οργανωτικά διαχωρισμένη από την πολιτική πάλη, θα πρέπει να είναι βραχίονας της πάλης της κοινότητας για συμμετοχική δημοκρατία. Η πάλη αυτή, στη βάση της κοινότητας, συνασπίζει τα διαφορετικά κοινωνικά τμήματα γύρω από τα κοινά τους συμφέροντα και επιδιώκει να θεσμοποιήσει τη διαδικασία εξεύρευσης του κοινού καλού δημιουργώντας κοινοτικές συνελεύσεις όλων των πολιτών και συνομοσπονδιακές μορφές συντονισμού που διασυνδέουν τις συνελεύσεις αυτές, μέσω των εντεταλμένων και ανακλητών αντιπροσώπων, με τα πρωτοβάθμια δημοτικά, δευτεροβάθμια περιφερειακά, και τριτοβάθμια συμβούλια.
Με τη νέα βιομηχανική δομή που έχουμε σήμερα η οργανωτική σύγκλιση της κοινότητας και του τόπου δουλειάς φαίνεται σαν η πιο λογική λύση και η κοινότητα μάλλον, παρά η βιομηχανία, θα πρέπει να αποτελεί τη βασική μονάδα οργάνωσης των εργατών. Εργατικά συνδικάτα οργανωμένα στη βάση της κοινότητας φαίνεται και πάλι να αποτελούν τη λογική λύση τη στιγμή που όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι μετακινούνται από δουλειά σε δουλειά μέσα στην κοινότητα. Θα πρέπει να αναβιώσουμε την παλαιά ιδέα του Wobbly για τη δημιουργία ενός Μεγάλου Συνδικάτου, ιδέα σύμφωνα με την οποία οι εργάτες που μετακινούνται από τη μία δουλειά στην άλλη θα γράφονται αυτόματα στην κλαδική οργάνωση των IWW (Βιομηχανικοί Εργάτες Όλου του Κόσμου) που θα υπάρχει σε κάθε τόπο δουλειάς. Πρόκειται, ωστόσο, για μια ιδέα που πρέπει σήμερα να προσαρμόσουμε κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι κοινότητες μάλλον παρά οι κλάδοι παραγωγής να αποτελούν τις μονάδες της συνομοσπονδίας28. Επιπλέον, τα συνδικάτα που έχουν σαν βάση την κοινότητα, ως συστατικά μέρη των ευρύτερων κοινοτικών οργανώσεων, δημιουργούν το κατάλληλο είδος δικτύου για την προβολή μεταβατικών διεκδικήσεων που σχετίζονται με: τη διαφανή οικονομική διαχείριση των επιχειρήσεων και την παροχή των σχετικών πληροφοριών, την άρνηση των εργατών να συμμετέχουν σε καταστροφικά για το περιβάλλον έργα, τις διεκδικήσεις για τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στον τόπο δουλειάς που συνδέονται με τις διεκδικήσεις της κοινότητας για απαγόρευση χρήσης τοξικών ουσιών και αποβολή τους, τη δημοκρατία στον τόπο δουλειάς, την εναλλαγή των εργατών στους τόπους δουλειάς και στον τύπο εργασίας και ούτω καθεξής. Έτσι τα συνδικάτα που έχουν ως βάση την κοινότητα παρέχουν ένα φυσιολογικό πλαίσιο: εντός της κοινότητας για τη δημιουργία αλληλεγγύης και την εναρμόνιση των επιμέρους συμφερόντων των εργατών με τα ευρύτερα συμφέροντα — και αγώνες της κοινότητας.
Καθώς αναπτύσσεται η πάλη της κοινότητας, καθώς ο συνδυασμός άμεσης δράσης και τοπικών εκλογικών εκστρατειών οδηγεί στην αναδιάρθρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης με βάση πλέον τις κοινοτικές συνελεύσεις, είναι δυνατό να αρχίσει να αναπτύσσεται, μέσω δημόσιας χρηματοδότησης και απαλλοτριώσεων, ο κοινοτικοποιημένος οικονομικός τομέας. Ο τομέας αυτός απεικονίζει τη Συνεταιριστική Κοινοπολιτεία και μπορεί να αρχίσει να δρα σαν αντίρροπη εξουσία στον κρατικό και τον ιδιωτικό τομέα.
Αναπτύσσοντας την πάλη κατά τέτοιον τρόπο δημιουργούμε ένα άμεσο πλαίσιο μέσα στο οποίο όλα τα άτομα κάθε προέλευσης (κι όχι μόνο οι εργάτες και οι κομματικές ελίτ) μπορούν να αναλάβουν άμεση δράση για τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας και της κοινωνίας γενικά. Καθώς οι απελευθερωμένες περιοχές, δηλαδή οι περιοχές κάτω από τον έλεγχο της κοινότητας, συνδέονται μεταξύ τους σε συνομοσπονδιακή βάση και αρχίζουν να αναπτύσσουν μια παράλληλη δομή εξουσίας απειλώντας την υπεροχή του κράτους και του κεφαλαίου, αυτή η αντίρροπη εξουσία στη βάση θα έχει φυσικά να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες του εθνικού κράτους και των ισχυρών επιχειρήσεων να την συντρίψουν.
Σ'αυτό το σημείο κρίσης, βασικά καθήκοντα του κινήματος θα είναι η οργάνωση γενικών φορολογικών απεργιών εναντίον του κράτους, οι απαλλοτριώσεις των επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και οι εκκλήσεις προς το λαό να αποσύρει κάθε μορφή υποστήριξης από τις παλαιές συγκεντρωτικές δομές και να στηρίξει τις νέες συνομοσπονδιακές δημοκρατικές δομές της βάσης. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση των απλών στρατιωτών των ενόπλων δυνάμεων, εάν δηλαδή θα συμπαραταχθούν με το λαό ή με τη στρατιωτική ηγεσία τους- πρόβλημα που πιστεύω ότι η στρατηγική που βασίζεται στην κοινότητα μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα από τη στρατηγική που βασίζεται στους εργάτες. Σ'αυτό το σημείο κρίσης τα εργατικά συμβούλια στο χώρο δουλειάς καλούνται να παίξουν το δικό τους ρόλο που είναι αναντικατάστατος σε σχέση με την απαλλοτρίωση των μεγάλων επιχειρήσεων και της κρατικής ιδιοκτησίας και τη μεταφορά τους κάτω από τη διοίκηση και τον έλεγχο της δημοκρατίας της βάσης29. Παρά τη φθίνουσα αριθμητική τους ισχύ, υπάρχουν σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες 30 εκ. εργάτες (19 εκ. στη μεταποίηση, 6 εκ. στον τομέα των κατασκευών και τα ορυχεία, 5 εκ. στις μεταφορές, στις επικοινωνίες και τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας), αριθμός καθόλου ευκαταφρόνητος και ελάχιστα μικρότερος σε απόλυτους αριθμούς σε σχέση με το 1979. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί με το 25%-30% των εργαζομένων και το 10%-15% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Επομένως, ο εργατικός έλεγχος, μολονότι έχει σχέση με την επαναστατική στρατηγική, εντούτοις δεν αποτελεί την κύρια αιχμή της. Αποτελεί μάλλον μια σημαντική πτυχή της ευρύτερης στρατηγικής κοινοτικού ελέγχου, πτυχή που αναπτύσσεται μέσα από την πάλη της κοινότητας και δεν είναι πιθανό να εμφανιστεί στο προσκήνιο μέχρι ότου το κοινοτικό κίνημα γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη.
Για να φθάσουμε σ' αυτό το σημείο κρίσης -δηλαδή, για να δημιουργήσουμε προοδευτικά τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στη λαϊκή επαναστατική δράση να ανατρέψει τελικά τον κρατικό καπιταλισμό- ο πυρήνας της πάλης πρέπει να είναι προσανατολισμένος προς την κοινότητα, προς την κατεύθυνση οικοδόμησης των νέων πολιτικών αντι- θεσμών που θα βασίζονται στις κοινοτικές συνελεύσεις και στα συνομοσπονδιακά δίκτυα τους, τα οποία μπορούν τελικά να αναλάβουν τον έλεγχο της οικονομίας και να εγκαταστήσουν τη Συνεταιριστική Κοινοπολιτεία.
Σημειώσεις
* Ο Howard Hawkins είναι μέλος της συντονιστικής επιτροπής των Αμερικανών Πράσινων και μέχρι πρόσφατα ήταν στέλεχος του Left Green Network. Για πολύ καιρό ακτιβιστής στη New England, σήμερα ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη.
** Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Κοινωνία και Φύση, τεύχος 3, 1993. Πρώτη ψηφιακή δημοσίευση ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, 2010.
1. Βλ. το άρθρο των Michael Hoexter και Wayne Price, "Ν.Υ. Left Greens' Discussion of LGN Principles" στο περιοδικό Left Green Notes, τ. 3 Ιούλιος/Αύγουστος 1990. σ. 22-23.
2. Βλ. Rudolf Rocker, Anarcho-Syndicalism, Pluto Press, Λονδίνο 1989, πρωτο-εκδόθηκε το 1938.
3. Βλ. Anton Pannekoek, "Workers' Councils" στο βιβλίο των Root και Branch (επιμ.) Root and Branch: The Rise of the Workers' Movements, Greenwich, Faweett, 1975 (πρωτοεκδόθηκε το 1942). Η πιο εκτεταμένη προσπάθεια για την επεξεργασία της οικονομικής του κομμουνισμού των συμβουλίων έχει γίνει από τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Βλ. το βιβλίο του Workers' Councils and the Economics of a Self- Managed Society, Φιλαδέλφεια 1984 (πρωτοεκδόθηκε το 1958).
4. G.D.H. Cole, Guild Socialism Restated: New Brunswick, Transaction, Transaction Books 1980 (πρωτο- εκδόθηκε το 1920).
5. Τον όρο "συντονισμός κατόπιν διαπραγματεύσεων" (negotiated coordination) χρησιμοποιεί η Pat Devine στο βιβλίο της Democracy and economic planning: The Political Economy of Self-Managed Society. Roulder, Westview Press, 1988.
6. Τον όρο "συμμετοχικός σχεδιασμός" (participatory planning) χρησιμοποιούν οι Michael Albert kol Robin Hahnei στο λεπτομερειακό μοντέλο μιας σοσιαλιστικής οικονομίας χωρίς αγορά και κράτος που έχουν κατασκευάσει. Βλ. Socialism Today and Tomorrow, Βοστώνη, South End Press, 1981. Βλ. επίσης το άρθρο τους "Participatory Planning" στο βιβλίο του Steve Shalon (επιμ.) Socialist Visions, Βοστώνη, South End Press, 1983. Επίσης Looking Forward: Participatory Economics for the Twenty First Century. Βοστώνη, South End Press, 1991, και The Political Economy of Participatory Economics, Princeton Untv. Press, 1991.
7. Ο Peter Kropotkin εκπροσωπεί την κλασική έκφραση και διατύπωση του αναρχο-κομμουνισμού. Βλ. τα βιβλία του The Conquest of Bread, Λονδίνο, Elephant 1985 (πρωτοεκδόθηκε ΐο 1892) mi Act of Yourselves, Λονδίνο, Preedom Press, 1988 (πρωτοεκδόθηκε το 1886-1907). Για μια ιστορική θεώρηση βλ. το άρθρο του Alain Pengam "Αναρχο-κομμουνισμός" στο βιβλίο των Μ. Rubel και J. Crump (επιμ.) Non-Market Socialism in the Nineteenth and Twentieth Centruries, Λονδίνο, MacMillan Press, 1987. Για μια σύγχρονη διατύπωση της θεωρίας βλ. Murray Bookchin, Post-Scarcity Anachism, Μόντρεαλ, Black Rose Books, 1986 (πρωτοεκδόθηκε το 1970). Άλλες σημαντικές επεξεργασίες βρίσκουμε στο βιβλίο του Martin Buber, Paths in Utopia, Βοστώνη, Beacon Press, 1958 (πρωτοεκδόθηκε το 1949), στο άρθρο του Car Alperovitz "Notes Toward a Pluralist Commonwealth" στοβιβλίο των C. Alperovitz kol S. Lynd, Strategy and Program: Two Essays Toward a New American Socialism, Βοστώνη, Beacon Press, 1973, στο βιβλίο του Lewis Mumford, Technics and Civilization, N.Y, Harcourt, Brace And World, 1934, κεφ. 8, και στο βιβλίο των Paul and Percival Goodman, Communitas: Means of Livelihood and Ways of Life, NY, Vintage Books, 1960 (πρωτοεκδόθηκε το 1948), κεφ. 6.
8. Οι Cole, Devine και οι Albert/Hahnel δίνουν στην κοινότητα μέσω των πολιτικών της θεσμών τον τελευταίο λόγο για τον οικονομικό σχεδιασμό σε περίπτωση που ανακύπτουν διαφορε'ς μεταξύ εργατικών και καταναλωτικών ομοσπονδιών. Οι πολιτικοί αυτοί θεσμοί είναι οπωσδήποτε συμμετοχικοί και βασίζονται σε μορφές συνέλευσης και εντεταλμε'νης και ανακλητής αντιπροσώπευσης. Ο Cole αποκαλεί τους θεσμούς αυτούς κοινοτικούς για να τους αντιπαραθέσει με τους κρατικούς ενώ οι Albert/Hahnel τις μορφές αυτές άλλες φορές τις διακρίνουν κι άλλες όχι από τις κρατικές μορφές και ο Devine απλώς τις θεωρεί σαν πιο δημοκρατικές μορφές του κράτους. Αλλά αυτό που εξακολουθεί να διακρίνει τα μοντέλα αυτά από τα κοινοτικά μοντέλα είναι το γεγονός ότι η οικονομία παραμένει Θεσμοποιημένη σαν ξεχωριστή δέσμη θεσμών. Η κοινότητα, μέσω των πολιτικών της θεσμών, αποτελεί απλώς ένα ανώτατο δικαστήριο για την επίλυση των οικονομικών διενέξεων και διαφορών.
9. Daniel Guerin, Anarchism, NY, Monthly Review Press, 1970, σελ. 58-59.
10. Βλ. Peter Kropotkin, Fields, Factories and Workshops Tomorrow, NY, Harper and, Row, 1974 (πρωτοεκδόθηκε το 1888-1890). Βλ. επίσης Alexander Berkman, What is Communist Anarchism, NY, Dover, 1972 (πρωτοεκδόθηκε το 1929) σ. 283-288
11. Τα γραπτά του Murray Bookchin για τον Ελευθεριακό Κοινοτισμό περιλαμβάνουν: το κεφάλαιο "The Forms of Freedom" στο βιβλίο του Post-Scarcity Anarchism, το άρθρο του "The American Crisis" στο περ. Comment 1/4.5. Φεβρ., Αύγ. 1980/, το άρθρο του "Anarchism:" Past and Present στο Comment 7 (6 Μαΐου 1980), το άρθρο του "The Concept of Libertarian Municipalism" στο Comment 2 β Νοεμ. 1980/, το άρθρο του "Municipalization: Community Ownership of The Economy" crro Green Perspectives 12 Φεβρ. 1986/, το άρθρο του "Theses on Libertarian Municipalism" στο βιβλίο "The Limits of the City J Μόντρεαλ, Black Rose Books, 1986/, το κεφάλαιο "The New Municipal Agenda" στο βιβλίο του The Rise of Urbanization and The Decline of Citizenship/ Σαν Φραντσίσκο, Sierra Club Books, 1987/, το άρθρο του "Radical Politics in an Era of Advanced Capitalism" στο Green Persectives/18 Νοεμ. 1989/, το άρθρο "The Meaning of Confederalism" στο ίδιο περ./20 Νοεμ. 1990/ (αναδημοσιεύεται στο παρόν τεύχος του Κοινωνία και Φύση) και το "Libertarian Municipalism: An Overview"/Bulington: Πρόγραμμα Κοινωνικής Οικολογίας, Απρ. 1991/. (αναδημοσιεύτηκε στο Κοινωνία και Φύση αρ. 1).
12. Ακριβώς επειδή ο συντεχνιακός σοσιαλισμός του Cole και τα μοντέλα δημοκρατικού σχεδιασμού των Devine, Albert/Hahnel δεν προβλέπουν την τελική ένταξη της επιχείρησης μέσα στη ζώη των κοινοτήτων (όπου υπάρχει γενικά αντιστοιχία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης) διατηρούν μια μορφή χρήματος και ανταλλακτικής αξίας — που βασίζεται στον εργασιακό χρόνο - για να συνδέσουν τους τόπους δουλειάς, μέσω μιας διαδικασίας εσωτερικής και διεθνούς ανταλλαγής. Η θεωρητική βάση των μοντέλων αυτών είναι ότι όσο η ιδιοκτησία παραμένει κοινωνική, οι τόποι δουλειάς παραμένουν εσωτερικά δημοκρατικοί και οι τιμές εξακολουθούν να σχεδιάζονται κοινωνικά από τη δημοκρατική διαδικασία της διαπραγμάτευσης, τότε, αποκλείονται θεωρητικά η εκμετάλλευση, οι ανισορροπίες και η ιδιωτική συσσώρευση. Όμως, στο βαθμό που οι τόποι δουλειάς αντιμετωπίζουν τους άλλους τόπους δουλειάς και τις καταναλωτικές μονάδες σαν λειτουργικά διαφοροποιημένα συμφέροντα, υπάρχει πράγματι η πιθανότητα οι μονάδες αυτές να επιδιώξουν να αποκτήσουν πλεονεκτήματα σε βάρος των άλλων, επαναφέροντας τον ανταγωνισμό και οδηγώντας τελικά πίσω στον καπιταλισμό, τις ανταγωνιστικές αγορές και την ιδιωτική συσσώρευση.
13. Βλ. Karl Marx and Frederic Engles, The Communist Manifesto, NY, Monthly Review Press, 1968 (πρωτοεκδόθηκε to 1848), σ. 2.
14. Βλ. The Communist Manifesto, σ. 20
15. Βλ. The Communist Manifesto, σ. 22
16. Βλ. The Communist Manifesto, ο. 31
17. Κ. Marx and F. Engles, The Holy Family/ Μόσχα, Progress Publishers, 1975, (πρωτοεκδόθηκε το 1844), σ. 47.
18. F. Engles, The Condition of the Working Class in England, Stanford Univ. Press, 1968, (πρωτοεκδόθηκε το 1845, α 273), Κ. Marx, Capital, τ.Ι./ΝΥ, International Publishers, 1967, (πρωτοεκδόθηκε το 1867, σελ. 763.
18. Marx, Capital, t.I. (NY, International Publishers, 1967, (πρωτοεκδόθηκε το 1867), σελ. 763.
19. Βλ. The Communist Manifesto, σ. 21.
20. Βλ. Wilchelm Reich, The Mass Psychology of Fascism (NY, Simon and Schuster, 1970 — πρωτοδημοσι- ευτηκε το 1932). Αυτό το πρόβλημα για την Αριοτερά, της άλογης δηλαδή πολιτικής συμπεριφοράς - σε αντίθεση με τα πραγματικά συμφε'ροντα — διερευνάται επίσης από τον Wilchelm Reich στα δοκί- μιά του Sex-pol Essays, 1929-1934, (NY, Vintage, 1972). Βλ. επίσης Mawrice Brinton The Irrational in Politics, Μόντρεαλ, Black Rose Books, 1974 και Bertell Oilman, Social Sexual Revolution: Essays on Marx and Reich, Βοστώνη, South End Press, 1979.
21. Βλ. James Boggs, Racism and the Class Struggle: Further Pages From a Black Worker's Notebook, NY, Monthly Review Press, 1970; σελ. 40,45-46.
22. Βλ. Rudolf Rockcr, Anarcho-Syndicalism, σελ. 121-123.
23. Margit Mayer, "Politics in the Post-Fordist City" στο περ. Socialist Review 21 (1 Ιαν. Μάρτ. 1991), σ. 105-124.
24. Για την ιστορία των κοινοτικών κινημάτων, βλ. Μ. Bookchin, The Rise of Urbanisation and the Decline of Citizenship, ο.π., βλ. επίσης Manuel Castells, The City and the Grassroots, Univ. of California Press, 1983.
25. Για την "αθέατη" ιστορία των διαταξικών κοινωνικών κινημάτων, βλ. Andre Gunder Frank and Marta Fuentes, "Nine Theses of Social Movements" στο Ifda Dossier 63 (Ιαν. 1987), (αναδημοσιεύεται με προ- σθη'κες, στο παρόν τεύχος), το "Civil Democracy: Social Movements in Recent World History" στο βιβλίο των S. Amin, G. Arrighi, A. Gunder Frank και I. Wallerstein, Transforming the Revolution: Social Movements and the World System, NY. Monthly Review Press, 1990.
26. Rudolf Rocker, ο.π., σελ. 116-117.
27. Βλ. Jeremy Brecher, "Crisis Economy: Born- again Labor Movement ?", στο Monthly Review, σ. 35, v. 10, (Μάρτιος 1984).
28. Βλ. Jeremy Brecher, Crisis Economy: Born again Labor Movement, στο Monthly Review, σ. 35,ν.10, Μάρτιος 1984.
29. Βλ. για παραπέρα αναλύσεις αυτού του είδους σεναρίου, Μ. Bookchin "The forms of Freedom" και "The May-June events in France" στο βιβλίο του Post-scarcity Anarchism.
KATEBΑΣΤΕ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΕ ΜΟΡΦΗ PDF ΑΠΟ ΕΔΩ: http://www.mediafire.com
Στηριζω τους ανακλητους και αιρετους εκπροσωπους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτηριζω την αμεση δημοκρατια
αλλα δεν στηριζω την ομοσπονδια.
Στηριζω μονο τον κεντρικο ελεγχο με τις παραπανω διαδικασιες που προανεφερα και εξηγω το γιατι στο παρακατω βιντεο.
http://www.youtube.com/watch?v=gR2TIGbQqQg
Καταλαβαινω οτι οι αναρχικοι μαρξιζονται ... οπως το εχω αναφερει σε αλλα βιντεακια
Για να ενωθουν οι μαρξιστες με τους αναρχικους , πρεπει οι μαρξιστες να εγγυηθουν στους αναρχικους οτι δεν θα υπαρχει γραφειοκρατια και εκμεταλευση εξουσιας . Οπως πρεπει να εγγυηθουν οι αναρχικοι στους μαρξιστες , οτι δεν θα υπαρχει αυθορμητισμος δρασεων αλλα απολυτη πειθαρχια στην συμφωνια.
Αυτα , πιστευω να σας ικανοποιησε η απαντηση μου .
Σας ευχαριστούμε ανώνυμε για τις εγγυήσεις που μας δίνετε ότι δεν θα υπάρχει γραφειοκρατία και εκμετάλλευση εξουσίας στο ΚΡΑΤΟΣ που μας προτείνετε. Ευχαριστούμε για την πολιτική παραλία που μας παραχωρήσατε για να παίζουμε. Οι ουρανοί είναι δικοί σας. ΓΚ
ΑπάντησηΔιαγραφή