Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Η ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟ (ΛΕΝΙΝΙΣΜΟ)

(αναδημοσίευση από το http://eleftheriakos.blogspot.com/2010/11/normal-0-false-false-false-el-x-none-x.html)

 

Η ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟ (ΛΕΝΙΝΙΣΜΟ)

 Toυ Όττο Ρύλε


Ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα ο Όττο Ρύλε (1874 – 1943), σε σχέση με τους υπόλοιπους κομμουνιστές των συμβουλίων , Ρόζα Λούξεμπουργκ, Κάρλ Λϊμπνεχτ, Βϊλχελμ Ράιχ, Πάνεκουκ και Τζόρτερ συμμετείχε ενεργά στο κίνημα των Σπαρτακιστών . Ακτιβιστής και θεωρητικός του μαρξισμού, γι΄ αυτό το κείμενό του για τον μπολσεβικισμό έχει μεγάλη σημασία, γιατί ασκεί κριτική από μαρξιστική οπτική. 
Γράφτηκε στην εξορία το 1925, σε απάντηση στο λιβελογράφημα του Λένιν "ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού" . Όταν το 1935 ο Χίτλερ ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία, μάζεψε  και έκαψε σε δημόσιες τελετές όλη την κομμουνιστική, σοσιαλιστική και αναρχική φιλολογία. Επέτρεψε όμως, τη δημοσίευση και διακίνηση του λίβελου του Λένιν. 


Ο Όττο, εκτός από συνεπής αγωνιστής ήταν και σπουδαίος παιδαγωγός και ψυχαναλυτής. (Ενδεικτική βιβλιογραφία του: όχι στα ελληνικά «Σοσιαλιστικό σχολικό πρόγραμμα», « Η κατάσταση του παιδικού προλεταριάτου», «Το βασικό ζήτημα της εκπαίδευσης», «Πολιτισμική και ηθική ιστορία του προλεταριάτου», κ.ά. ), προσπάθησε να συγκεράσει τον μαρξισμό με τις αντιεξουσιαστικές ιδέες ως μια νέα αλτερνατίβα (εναλλακτική λύση).

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

   1.  Το λιβελογράφημα του Λένιν «ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», γράφτηκε και διανεμήθηκε, δωρεάν, τα πρώτα χρόνια της έκδοσής του από τα φερέφωνα ΚΚ, της Ευρώπης, για να χτυπήσει και να συκοφαντήσει το κίνημα του συμβουλιακού κομμουνισμού, που ασκούσε μια ισχυρή επιρροή στους ριζοσπάστες εργάτες και διανοούμενους της κεντρικής Ευρώπης. Ήταν ένα κίνημα που απλωνόταν από τη Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ολλανδία μέχρι την Ιταλία. Ένα κίνημα που ιδιαίτερα στη Γερμανία , στην Αυστρία, αλλά και στην Ιταλία, αργότερα, έφτασε πολύ κοντά στην κοινωνική επανάσταση Τέλος ένα κίνημα πολύ κοντά στις αναρχικές αντιλήψεις που εκφράζονται μέσα από τον ελευθεριακό κομμουνισμό.

   Αυτό το κίνημα ήθελε να συκοφαντήσει ο Λένιν, μαζί με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής . και επίσης να ξεμπερδεύει με την αριστερή επαναστατική αντιπολίτευση μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα. «Αφού το σύστημα των σοβιέτ είχε αποτύχει στη Ρωσία, πως ο ριζοσπαστικός «συναγωνισμός» τολμούσε να προσπαθεί να αποδείξει στον κόσμο, ότι εκεί που ο ίδιος ο μπολσεβικισμός απέτυχε στη Ρωσία, μπορούσε να πετύχει αλλού προσπερνώντας τον; Για να αμυνθεί ο Λένιν έγραψε το λίβελο « Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» που υπαγορεύτηκε από το φόβο της απώλειας της εξουσίας και από την αγανάκτηση για την επιτυχία των αιρετικών. Ο λίβελος πρωτοεμφανίστηκε με τον υπότιτλο «Δοκίμιο έκθεσης της μαρξιστικής στρατηγικής και τακτικής» αλλά τελικά αυτή η φιλόδοξη και ηλίθια φράση παραλήφθηκε. Αυτό πήγαινε πολύ. Αυτή η επιθετική «παπική» εγκύκλιος, χονδροειδής και απεχθής, ήταν εξαιρετικά ανέλπιστο κέρδος για κάθε τι αντεπαναστατικό. Από όλες τις προγραμματικές διακηρύξεις του μπολσεβικισμού, είναι αυτή που αποκαλύπτει καλύτερα τον πραγματικό του χαρακτήρα. Είναι ο μπολσεβικισμός γυμνός. Όταν το 1935 ο Χίτλερ μάζεψε στη Γερμανία όλη την κομμουνιστική σοσιαλιστική φιλολογία, η δημοσίευση και διακίνηση του λίβελου του Λένιν επιτρεπόταν.
   
  2. ΜΙΑ ΝΕΑ ΙΔΕΑ (απόσπασμα από άρθρο του Χένρυ Γιάκομπι: «Ο Ρύλε και η αντιεξουσιαστική ουτοπία του»)
 

Η Ρωσική επανάσταση φάνηκε να αποδείχνει στους πιο αποφασισμένους Γερμανούς σοσιαλιστές πως ο αυταρχικός μηχανισμός του κράτους μπορούσε ν΄ αντικατασταθεί από ένα μηχανισμό αυτοδιαχείρισης, το σύστημα των συμβουλίων που βασιζόταν στην εργατική τάξη. H γέννηση των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών στη Γερμανία φάνηκε να θέτει, κι εδώ επίσης, στην καθημερινή διάταξη, την πραγματοποίηση αυτής της δυνατότητας. Απ΄ αυτή την οπτική γωνία, οι θεσμοί του γερμανικού εργατικού κινήματος, που ήσαν αντίθετοι σ΄ αυτή την πραγματοποίηση ή τουλάχιστον δεν χρησίμευαν στο σκοπό αυτό, είχαν ξεπεραστεί. Όταν στις 30 Δεκεμβρίου 1918 συνήλθε το συνέδριο για την ίδρυση του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, (KPD), οι αντιπρόσωποι αισθάνθηκαν σα να δημιουργούν κάτι που ήταν εντελώς καινούριο. Η πλειοψηφία επιθυμούσε την πλήρη ρήξη με το παρελθόν. Ένας αντιπρόσωπος του Βερολίνου διεκήρυσσε: «Πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι γιατί σήμερα μπορούμε να διακηρύξουμε ότι απελευθερωθήκαμε από την αυταρχική νωθρότητα των αρχηγών μας». Κυριαρχούσε η θέληση να γίνει το νέο κόμμα εντελώς διαφορετικό από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων αρνήθηκε τη συμμετοχή στα συνδικάτα και στις εκλογές για το κοινοβούλιο.σαν εκπρόσωπος της πλειοψηφίας αυτής ο Όττο Ρύλε απέδειξε την ανάγκη της εργατικής τάξης να δημιουργήσει ένα νέο όργανο, αντίθετο προς την εθνική συνέλευση. Μα φυσικά, όλοι οι αντιπρόσωποι ήταν σύμφωνοι πως μόλις άρχισε ένα επαναστατικό προτσέσσο στη διάρκεια του οποίου θα κομματιάζονταν όλοι οι παλιοί θεσμοί.

   Σε αυτή την έξαρση που προερχόταν από την αίσθηση ότι ζουν την έλευση μιας νέας εποχής, η προειδοποίηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που στο συνέδριο αντιπροσώπευσε μόνο μια μικρή μειοψηφία της εργατικής τάξης , πέρασε απαρατήρητη. Όσον αφορά τον κρατικό μηχανισμό που απειλείται κυρίως από τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών, ο Καρλ Λίμπνεχτ, ήδη εκείνη τη στιγμή, είπε την αλήθεια διαπιστώνοντας πως «ο παλιός γραφειοκρατικός μηχανισμός είχε και πάλι αποκατασταθεί στις λειτουργίες του». Νικημένο από το μηχανισμό αυτό, το νέο κόμμα γύρισε ξανά στις παραδοσιακές μορφές του εργατικού κινήματος και στο δεύτερο συνέδριό του, τον Οκτώβρη του 1919, η πλειοψηφία, που επέμενε στην αντικοινοβουλευτική και αντισυνδικαλιστική άποψή της εκδιώχτηκε από το κόμμα. Η αντίληψη της συνίσταται στο ότι η ιδέα του συμβουλιακού συστήματος έπρεπε να εκφράζεται επίσης στις οργανωτικές μορφές του εργατικού κινήματος κι απαιτούσε τον καθολικό διαχωρισμό αυτού του τελευταίου από το αστικό κράτος και τα όργανά του. Σαν φορέας και εκφραστής της αντίληψης αυτής, ο Όττο Ρύλε έγραψε: «Το προλεταριάτο, οργανωμένο στους χώρους της παραγωγής, αποτελεί, αρχίζοντας από το εργοστάσιο, μια ενιαία οργάνωση. Από την οργάνωση του εργοστασίου, μέσω αντιπροσώπων ανακλητών, εκλέγονται οι τοπικοί αντιπρόσωποι και του Land. Αυτή η οργάνωση χρησιμεύει τόσο και στην ανάληψη της εξουσίας, της οικονομίας και του κράτους».

   Η επαναστατική ένταση στη δημοκρατία της Βαιμάρης συνεχιζόταν ως το καλοκαίρι του 1923, τελική φάση του μεγάλου πληθωρισμού. Μα η μειοψηφία της εργατικής τάξης, που πίστευε ακόμη σε μια επαναστατική εξέλιξη, βρισκόταν κάτω από την επίδραση της Μόσχας, που τη θεωρούσε σαν τη Μέκκα της επανάστασης. Το αντιεξουσιαστικό κίνημα διασκορπίστηκε σιγά σιγά, κομματιάστηκε σε πολυάριθμες ομάδες, που πολεμούσαν η μια την άλλη και εξασθένιζαν σε μικρές σέχτες.
   Η κοινή άποψη των οργανώσεων των κομμουνιστών των συμβουλίων διατυπώθηκε μετά το 1918, από μια σειρά διανοουμένων που προέρχονταν από το εργατικό κίνημα, κυρίως από τους Ολλανδούς Πάνεκουκ και Γκόρτερ. Ο Ρύλε όμως μετά το ναυάγιο του κινήματος στη συγκεκριμένη πρακτική, επιχείρησε την επεξεργασία μιας θεωρίας που περιλάμβανε τη θεώρηση ενός αντιεξουσιαστικού μαζικού κινήματος και την ουτοπία μιας νέας κοινωνικής τάξης που ανάβλυζε από αυτό.

  Ο Ρύλε ξεκίναγε από τη μαρξιστική παρουσίαση του ιστορικού ρόλου του προλεταριάτου, αντίληψη, που είχε τεθεί από τη σοσιαλδημοκρατία κι αντεπιτίθετο στη θεωρία και στην πράξη των μπολσεβίκων. Ο Ρύλε μπόρεσε να παραστήσει την εμφάνιση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας μόνο σαν το αποτέλεσμα της συλλογικής δράσης και της αυτοσυνείδησης του προλεταριάτου. Αυτή την αυτοσυνείδηση την οποία είχε ανάγκη για την απελευθέρωση του, το προλεταριάτο οφείλει να την κατακτήσει. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξέφρασαν τη σκέψη αυτή στις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ: «Η ματεριαλιστική επιστήμη σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι είναι προϊόντα του περιβάλλοντος και της εκπαίδευσης, και πως άλλοι άνθρωποι είναι προϊόντα ενός άλλου περιβάλλοντος και μιας άλλης εκπαίδευσης, ξεχνά πως είναι κυρίως οι άνθρωποι που αλλάζουν το περιβάλλον και πως ο ίδιος ο εκπαιδευτής πρέπει να εκπαιδευτεί. Γι΄ αυτό αυτή καταλήγει αναγκαστικά να διαχωρίζει την κοινωνία σε δύο μέρη. Ένα από αυτά στέκεται πάνω από την κοινωνία…».

   Μα ήταν κυρίως αυτή η διάκριση που αποτέλεσε τη θεμελιώδη αρχή της λενινιστικής θεωρίας της οργάνωσης και πράξης. Ο Ρύλε της αντέταξε μιαν αλτερνατίβα.
Αν το προλεταριάτο σαν τάξη είχε το ιστορικό καθήκον να ανατρέψει την πραγματικότητα, η δράση του όφειλε ν΄ αρχίζει από κει που πραγματικά υπήρχε σαν τάξη, από το εργοστάσιο. Εδώ το προλεταριάτο οργανωνόταν από τη δύναμη των ίδιων των πραγμάτων και δεν είχε την ανάγκη ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού. Οι αρχηγοί μπορούσαν να προέλθουν μόνο από τις γραμμές του και δεν θα γίνονταν επαγγελματίες αρχηγοί.
Αν πρόκειται να δημιουργηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία, στην οποία ο κρατικός μηχανισμός θα μπορούσε να διαλυθεί, το προλεταριάτο οφείλει να επεξεργαστεί από την αρχή τη μορφή αυτής της κοινωνίας. Αυτή η τελευταία για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί, πρέπει να αναδυθεί από την υπάρχουσα τάξη. Οι αναρχικοί προσπάθησαν να συνδεθούν με το φεντεραλισμό, μια μορφή προκαπιταλιστικής οργάνωσης και γι΄ αυτό παρέμειναν στην κατάσταση των διαμαρτυρομένων, αναφέρονταν στο παρελθόν. Τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα, σχηματισμοί οργανωμένοι με συγκεντρωτικό τρόπο, παρέμειναν αναγκαστικά στο χώρο της αστικής φόρμας της οργάνωσης. Σαν τρίτο σχήμα, το σύστημα των συμβουλίων, έπρεπε να προηγηθεί στην οργάνωση της πάλης του προλεταριάτου.

   «Ένα κόμμα με χαρακτήρα επαναστατικό, είναι από προλεταριακή άποψη, ένας παραλογισμός. Αυτό μπορεί να έχει επαναστατικό χαρακτήρα μονάχα με την αστική έννοια. Κάθε αστική οργάνωση είναι στο βάθος μια διοικητική οργάνωση που για να λειτουργήσει έχει την ανάγκη μιας γραφειοκρατίας. Και το κόμμα επίσης. Αυτό βασίζεται σε μια διοικητική μηχανή χρησιμοποιούμενη από μια μισθωτή επαγγελματική διοίκηση. Οι αρχηγοί είναι διοικητικοί λειτουργοί και σαν τέτοιοι ανήκουν σε μια αστική κατηγορία…»
Μα αν ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας εξαρτάται από την αυτόνομη δράση της εργατικής τάξης, η συνείδηση της τάξης γίνεται τότε το θερμόμετρο του κινήματος και του σκοπού του. Γι΄ αυτό ο Ρύλε δεν μπόρεσε να αναπτύξει τη την αντίληψη του δίχως να τοποθετηθεί στο κέντρο αυτής της αυτοσυνείδησης και δίχως να αναρωτηθεί γιατί δεν αναπτύχθηκε σε μαζικό επίπεδο. Η συσσωμάτωση της εργατικής τάξης στην υπάρχουσα κοινωνία – που άλλοι την ανακάλυψαν στα 1967 – γίνεται κατά συνέπεια το πρόβλημά του ήδη από το 1923. Ο Ρύλε διαπίστωνε ότι μέσω της κοινωνικής πρόνοιας και του συστήματος αρωγής των συνδικάτων στον εργάτη, «συντηρούνταν και δυνάμωνε η μικροαστική πνευματική φόρμα. Παραμένει παγιδευμένος σε βάρος της προλεταριακής χειραφέτησής του, στις στενοκεφαλιές και στις ευτέλειες της μικροαστικής ζωής, που για κάθε προσφορά απαιτεί την ανάλογη προσφορά. Συνηθίζει να βλέπει την αξία της οργάνωσης στα τυχαία και μίζερα στιγμιαία υλικά πλεονεκτήματα, αντί να στρέψει το βλέμμα στο μεγάλο, αυθόρμητο και δίχως συμφέρον σκοπό της απελευθέρωσης της τάξης του. Με αυτό τον τρόπο … η ταξική συνείδηση των προλετάριων ερημώνεται και καταστρέφεται αθεράπευτα».

   Κι ακόμα: «Σήμερα, όπως και χθες σε κάθε ζωντανή κίνηση, σε κάθε ώρα της ύπαρξής του, το προλεταριάτο είναι αιχμάλωτο στις θηλιές της αστικής κουλτούρας, μη έχοντας άλλες πηγές και μέσα από τα αποτελέσματα και τα επιτεύγματα της κουλτούρας αυτής. Στο σπίτι, στην οικογένεια, στο σχολείο … παντού συναντάται με την αστική παρουσία, με το αστικό πνεύμα, τα αστικά συμφέροντα … Σε κάθε δίσκο, σε κάθε ραδιοφωνικό κύμα, παράγεται η αστική σκέψη, η καπιταλιστική ψυχή. Δεν μπορεί να ξεφεύγει από αυτή την πανταχού παρούσα «αστικότητα», αυτό είναι εκτεθειμένο είτε το θέλει είτε όχι».

   4. Στον ελλαδικό χώρο δεν εμφανίστηκαν ποτέ αυτές οι τάσεις του συμβουλιακού κομμουνισμού. Τις τάσεις αυτές ονόμασε ο Λένιν «αριστερισμό», και αργότερα επικράτησε σαν βρισιά. Αντίθετα, παρουσιάστηκαν από τη λεγόμενη μεταπολίτευση και μετά όλα τα λουλούδια της ιδεολατρίας και προσωπολατρίας που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους τον ορθό λενινισμό και το πραγματικό κόμμα της εργατικής τάξης, και εννοούμε από τις τροτσκιστικές, σταλινικές, μαοϊκές και γκεβαρικές γκρούπες, που δεν ήταν παρά η εκλεκτική μέχρι λαϊκίστικη εκδοχή του ίδιου νομίσματος του μπολσεβικισμού (λενινισμού). Οι μόνες αριστερίστικες εκδοχές κατά Λένιν στην Ελλάδα με μια μικρή αλλά σημαντικά αξιόλογη δράση μέσα από το εργατικό κίνημα, ήταν ο Σπέρας – συνιδρυτής του Εργατικού Κέντρου Πειραιά – και πρωτεργάτης του συμβουλίου των εργατών στη Σέριφο (ο Σπέρας δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ – ένοπλη δολοφονική οργάνωση του ΚΚΕ – το 1942). Παράλληλα, ήταν και η τάση που εκπροσωπούσε ο Στίνας με τον Ταμτάκο .


                                                                                                       Γιώργος Μεριζιώτης




OTTO RUHLE
Η ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜO

   Πρέπει να τοποθετήσουμε τη Ρωσία στην πρώτη γραμμή των νέων ολοκληρωτικών κρατών. Ήταν η πρώτη που υιοθέτησε το νέο σύστημα του κράτους. Ήταν η πρώτη που έσπρωξε μακρύτερα την εφαρμογή του. Ήταν η πρώτη που εγκαθίδρυσε μια συνταγματική δικτατορία, με το σύστημα του πολιτικού και διοικητικού τρόμου που την συνόδευαν. Υιοθετώντας όλα τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού κράτους, έγινα το μοντέλο για όλες τις χώρες τις αναγκασμένες να αποποιηθούν το δημοκρατικό σύστημα και να στραφούν προς τη δικτατορία. Η Ρωσία χρησίμευε σαν παράδειγμα στο φασισμό.

   Δεν πρόκειται εδώ καθόλου για ένα ατύχημα, ούτε για ένα άσχημο παιχνίδι της ιστορίας. Η ομοιότητα των συστημάτων, όχι μόνο δεν είναι φαινομενική, αλλά πραγματική. Όλα δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με εκφράσεις και συνέπειες ταυτόσημων αρχών, εφαρμοσμένων σε διαφορετικά επίπεδα ιστορικής και πολιτικής ανάπτυξης. Είτε αρέσει είτε όχι στα «κομμουνιστικά» κόμματα, το κράτος και ο τρόπος διακυβέρνησης στη Ρωσία δεν διαφέρουν σε τίποτα από αυτά της Γερμανίας και της Ιταλίας. Είναι ουσιαστικά όμοια. Μπορούμε να μιλάμε για ένα «Σοβιετικό Κράτος» κόκκινο, μαύρο ή καφέ, το ίδιο καλά όπως και για ένα φασισμό κόκκινο, μαύρο ή καφέ. Ακόμα και αν υπάρχουν μεταξύ των κρατών αυτών μερικές ιδεολογικές διαφορές, η ιδεολογία δεν παίζει ποτέ καθοριστικό ρόλο. Επιπλέον οι ιδεολογίες είναι μεταβλητές και κάτι τέτοιες μεταβολές δεν αντανακλούν αναγκαστικά τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του μηχανισμού του κράτους. Η διατήρηση, εξάλλου της ατομικής ιδιοκτησίας στην Ιταλία και στη Γερμανία, δεν αποτελεί παρά μια δευτερεύουσα διαφορά. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας μόνο δεν εγγυάται το σοσιαλισμό. Η ατομική ιδιοκτησία, επίσης, μπορεί να καταργηθεί μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αυτό που καθορίζει στην πράξη μια σοσιαλιστική κοινωνία, είναι, εκτός από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, η διαχείριση από τους εργάτες των προϊόντων της εργασίας τους και το τέλος της μισθωτής εργασίας. Όχι περισσότερο στη Ρωσία από ότι στην Ιταλία και στη Γερμανία, οι δύο αυτοί όροι δεν έχουν εκπληρωθεί.


Αν και όπως νομίζουν και λένε μερικοί, η Ρωσία μπορεί να βρίσκεται πλησιέστερα στο σοσιαλισμό από ότι άλλες χώρες, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το «Σοβιετικό Κράτος» βοήθησε το παγκόσμιο προλεταριάτο να πλησιάσει τους ταξικούς σκοπούς του. Αντίθετα επειδή η Ρωσία αποκαλείται σοσιαλιστικό κράτος, απατά τους εργάτες όλου του κόσμου. Ο συνειδητός εργάτης γνωρίζει τι είναι φασισμός και τον πολεμάει. Αλλά όσο αφορά τη Ρωσία, κλίνει πολύ συχνά προς την παραδοχή του μύθου της σοσιαλιστικής φύσης της. Αυτή η αυταπάτη καθυστερεί την καίρια και οριστική ρήξη με το φασισμό, γιατί εμποδίζει την αποφασιστική πάλη ενάντια στα αίτια, στις συνθήκες και στις περιστάσεις που – στη Ρωσία, όπως και στη Γερμανία ή στην Ιταλία - οδήγησαν στο ίδιο κρατικό και κυβερνητικό σύστημα. Έτσι ο ρωσικός μύθος μετατρέπεται σε ιδεολογικό όπλο της αντεπανάστασης.

  Κανένας δεν μπορεί να υπηρετεί δύο αφεντικά. Ούτε ένα ολοκληρωτικό κράτος. Αν ο φασισμός υπηρετεί τα συμφέροντα του καπιταλισμού, δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα συμφέροντα των εργατών. Αν σε πείσμα αυτού του συλλογισμού, δυο τάξεις, αντίθετες φαινομενικά, υποστηρίζουν το ίδιο κρατικό σύστημα, είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καλά, και ότι η μια από τις δύο απατάται. Κανείς δε μπορεί, ανάγοντας το πρόβλημα σε απλό ζήτημα μορφής να υποκριθεί ότι δεν έχει σημασία κι ότι ακόμα και αν οι πολιτικές μορφές μπορεί να είναι ταυτόσημες, το περιεχόμενό τους όμως μπορεί να ποικίλει σημαντικά. Αυτό δεν αποτελεί παρά μια αυτομυστικοποίηση. Για έναν μαρξιστή τα πράγματα δεν περνούν έτσι. Η μορφή και το περιεχόμενο είναι αξεχώριστα. Έτσι, αν και το Σοβιετικό κράτος υπήρξε μοντέλο για το φασισμό, πρέπει να περιέχει κοινά δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Για να καθοριστεί το ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην ανάλυση του «σοβιετικού συστήματος», όπως ιδρύθηκε από τον λενινισμό, που αποτελεί την εφαρμογή των μπολσεβίκικων αρχών στις ρωσικές συνθήκες. Και αν μπορούμε να διαπιστώσουμε ταυτότητα μεταξύ μπολσεβικισμού και φασισμού, τότε το προλεταριάτο δε μπορεί την ίδια στιγμή να μάχεται το φασισμό και να υποστηρίζει το ρωσικό «σοβιετικό σύστημα». Αντίθετα, η μάχη ενάντια στο φασισμό αρχίζει με τη μάχη ενάντια στο μπολσεβικισμό.

   Από μιας αρχής, ο Λένιν αντιλαμβανόταν τον μπολσεβικισμό σαν φαινόμενο καθαρά ρωσικό. Στην διάρκεια αυτών των πολυετιών πολιτικής δραστηριότητας, ποτέ δεν δοκίμασε να ανυψώσει το μπολσεβίκικο σύστημα στο επίπεδο των μορφών πάλης που διεξαγόταν σε άλλες χώρες. Ήταν ένας σοσιαλδημοκράτης για τον οποίο οι Bebel και Kautscky παρέμειναν οι γνήσιοι ηγέτες της εργατικής τάξης κι αγνοούσε την αριστερή πτέρυγα του γερμανικού σοσιαλιστικού κινήματος που αντιτασσόταν ακριβώς στους ήρωες του Λένιν και σε όλους τους οπορτουνιστές. Αγνοώντας αυτή την Αριστερά, έμεινε έτσι απομονωμένος, περιτριγυρισμένος από μια μικρή ομάδα Ρώσων εμιγκρέδων και παρέμεινε κάτω από την επιρροή του Kautscky, ακόμη και όταν η γερμανική «αριστερά», χωρισμένη από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, ήταν κιόλας μπλεγμένη σε ανοιχτή πάλη ενάντια στον Καουτσκισμό.

   Η Ρωσία ήταν η μόνη φροντίδα του Λένιν. Ο σκοπός του ήταν να θέσει τέρμα στο φεουδαρχικό τσαρικό σύστημα και να κατακτήσει το μάξιμουμ της πολιτικής επιρροής για το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του, μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας. Ωστόσο, η δύναμη της επανάστασης του 1917 οδήγησε τον Λένιν πολύ πέρα από τους πιθανούς στόχους και το μπολσεβίκικο κόμμα έφτασε στην εξουσία σε όλη τη Ρωσία. Παρόλα αυτά, το κόμμα αυτό γνώριζε ότι δεν μπορούσε να μείνει στην εξουσία και να προχωρεί στη διαδικασία σοσιαλιστικοποίησης παρά μόνο με την προϋπόθεση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης. Αλλά η δραστηριότητά του προς την κατεύθυνση αυτή είχε μάλλον άτυχα αποτελέσματα. Συμβάλλοντας στην επιστροφή των Γερμανών εργατών στα κόμματα, στα συνδικάτα, στο κοινοβούλιο και στο γκρέμισμα του κινήματος των εργατικών συμβουλίων, οι μπολσεβίκοι βοήθησαν σημαντικά στην συντριβή της αναδυόμενης ευρωπαϊκής επανάστασης.

 Το μπολσεβίκικο κόμμα, σχηματισμένο από επαγγελματίες επαναστάτες και μεγάλες καθυστερημένες μάζες, έμεινε απομονωμένο. Δεν μπορούσε να αναπτύξει ένα γνήσιο σοβιετικό σύστημα, κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, των ξένων επεμβάσεων, της οικονομικής παρακμής, των αποτυχιών των προσπαθειών σοσιαλιστικοποίησης και του ορθοποδίσματος ενός κόκκινου στρατού βασισμένου στον αυτοσχεδιασμό. Αν και τα σοβιέτ ανεπτυγμένα από τους μενσεβίκους, ήταν ξένα στο μπολσεβίκικο σχήμα, χάρις αυτά οι μπολσεβίκοι έφτασαν στην εξουσία. Μόλις η σταθεροποίηση της εξουσίας εξασφαλίστηκε, και η διαδικασία της οικονομικής ανοικοδόμησης άρχισε, το μπολσεβίκικο κόμμα δε γνώριζε πλέον πώς να συναρμολογήσει το σύστημα των σοβιέτ. Εντούτοις η πραγματοποίηση του σοσιαλισμού ήταν επίσης, η επιθυμία των μπολσεβίκων και απαιτούσε την επέμβαση του παγκόσμιου προλεταριάτου.

   Για τον Λένιν ήταν ουσιαστικό να κερδίσει τους προλετάριους του κόσμου στη βάση των μπολσεβίκικων μεθόδων. Ήταν, έτσι, πολύ ενοχλητικό να διαπιστώνει πως οι εργάτες των άλλων χωρών, σε πείσμα του μεγάλου θριάμβου του μπολσεβικισμού, δεν έδειχναν να τείνουν προς τη θεωρία και πρακτική του, αλλά μάλλον να θέλγονται από το κίνημα των συμβουλίων , που εμφανιζόταν σε πολλές χώρες και κυρίως στη Γερμανία.

   Αυτό το κίνημα δεν μπορούσε πια να είναι χρήσιμο στον Λένιν, στη Ρωσία. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες φανερώνει μια τάση που αντιτίθεται στις εξεγέρσεις μπολσεβίκικου τύπου. Παρά την τεράστιας κλίμακας προπαγάνδα που συντηρούσε η Μόσχα σ΄ όλες τις χώρες, η προπαγάνδα που κατευθυνόταν από αυτό που αποκαλούμε άκρα αριστερά, για μια επανάσταση θεμελιωμένη στο κίνημα των συμβουλίων, ξεσήκωσε, όπως ο ίδιος ο Λένιν υπογράμμισε, έναν αντίλαλο πολύ μεγαλύτερο από εκείνον των προπαγανδιστών των σταλμένων από το μπολσεβίκικο κόμμα. Το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα ακολουθώντας το παράδειγμα του μπολσεβικισμού παρέμεινε μια μικρή ομάδα υστερική και θορυβώδης, σχηματισμένη κατά κύριο λόγο από στοιχεία της αστικής τάξης προλεταριοποιημένα, ενώ το κίνημα των συμβουλίων τραβούσε τα πιο αποφασισμένα στοιχεία της εργατικής τάξης. Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή έπρεπε να ενισχύσει την μπολσεβίκικη προπαγάνδα, να επιτεθεί στον «αριστερισμό» και να αντιστρέψει την επιρροή του προς όφελος του μπολσεβικισμού.

   Αφού το σύστημα των σοβιέτ είχε αποτύχει στη Ρωσία, πως ο ριζοσπαστικός «συναγωνισμός»τολμούσε να προσπαθεί να αποδείξει στον κόσμο, ότι εκεί που ο ίδιος ο μπολσεβικισμός απέτυχε στη Ρωσία, μπορούσε να πετύχει αλλού προσπερνώντας τον; Για να αμυνθεί ο Λένιν έγραψε το λίβελο « Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» που υπαγορεύτηκε από το φόβο της απώλειας της εξουσίας και από την αγανάκτηση για την επιτυχία των αιρετικών. Ο λίβελος πρωτοεμφανίστηκε με τον υπότιτλο «Δοκίμιο έκθεσης της μαρξιστικής στρατηγικής και τακτικής» αλλά τελικά αυτή η φιλόδοξη και ηλίθια φράση παραλήφθηκε. Αυτό πήγαινε πολύ. Αυτή η επιθετική «παπική» εγκύκλιος, χονδροειδής και απεχθής, ήταν εξαιρετικά ανέλπιστο κέρδος για κάθε τι αντεπαναστατικό. Από όλες τις προγραμματικές διακηρύξεις του μπολσεβικισμού, είναι αυτή που αποκαλύπτει καλύτερα τον πραγματικό του χαρακτήρα. Είναι ο μπολσεβικισμός γυμνός. Όταν το 1935 ο Χίτλερ μάζεψε στη Γερμανία όλη την κομμουνιστική σοσιαλιστική φιλολογία, η δημοσίευση και διακίνηση του λίβελου του Λένιν επιτρεπόταν.
   Όσον αφορά το περιεχόμενο του λίβελου, δεν ενδιαφερόμαστε εδώ για ότι λέει για τη ρωσική επανάσταση και την ιστορία του μπολσεβικισμού και των άλλων ρευμάτων του εργατικού κινήματος ή για τα περιστατικά που επέτρεψαν τη νίκη των μπολσεβίκων. Ο μοναδικός σκοπός μας θα είναι να αναλύσουμε τα κύρια επιχειρήματα τα οποία την εποχή της διαμάχης μεταξύ του Λένιν και των «αριστεριστών», φανέρωναν τις αποφασιστικές διαφορές μεταξύ των δύο αντιπάλων.

   Το μπολσεβίκικο κόμμα, αρχικά της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας της 2ης Διεθνούς, διαμορφώθηκε όχι στη Ρωσία αλλά στην εξορία. Μετά το σχίσμα του Λονδίνου το 1903, η μπολσεβίκικη πτέρυγα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας έγινε μια συνωμοτική σέχτα. Οι «μάζες» που το στήριζαν δεν υπήρχαν παρά στο κεφάλι των αρχηγών του. Αυτή η μικρή εμπροσθοφυλακή ήταν μια οργάνωση αυστηρά πειθαρχημένη, πάντα έτοιμη για στρατευμένη πάλη, που υποβαλλόταν σε αδιάκοπες «καθάρσεις» για να διατηρήσει την ακεραιότητα της. Το κόμμα θεωρείται σαν στρατιωτική ακαδημία για επαγγελματίες επαναστάτες. Οι φημισμένες παιδαγωγικές της αρχές ήταν, η χωρίς αμφισβήτηση εξουσία του αρχηγού, ένας σφιχτός συγκεντρωτισμός, μια σιδερένια πειθαρχία, ο κονφορμισμός, ο μιλιταρισμός και η θυσία της προσωπικότητας στα συμφέροντα του κόμματος. Αυτό που ο Λένιν ανέπτυσσε στην πραγματικότητα, ήταν μια ελίτ διανοουμένων, ένας πυρήνας, που ριγμένος μέσα στην επανάσταση, θα έπαιρνε τη διεύθυνση και θα αναλάμβανε την εξουσία. Είναι χαμένος κόπος να ψάχνουμε να βρούμε αν λογικά μια τέτοιου είδους προετοιμασία για την επανάσταση είναι σωστή ή λαθεμένη. Πρέπει να κάνουμε πρώτα άλλες ερωτήσεις : τι είδους επανάσταση κυοφορείται; Ποιος ήταν ο στόχος;

   Το κόμμα του Λένιν δούλευε μέσα στο πλαίσιο της καθυστερημένης αστικής επανάστασης στη Ρωσία, για την ανατροπή του φεουδαρχικού τσαρικού καθεστώτος. Γι΄ αυτόν τον τύπο της επανάστασης, όσο περισσότερο η θέληση του διευθύνοντος κόμματος είναι συγκεντρωμένη και προσανατολισμένη προς ένα μοναδικό σκοπό, τόσο περισσότερο η διαδικασία του σχηματισμού του αστικού κράτους έχει δυνατότητες επιτυχίας, τόσο περισσότερο η θέση του προλεταριάτου, στα πλαίσια του κράτους, θα είναι πολλά υποσχόμενη. Εντούτοις ότι μπορούμε να θεωρήσουμε σαν ευτυχή λύση των επαναστατικών προβλημάτων σε μια αστική επανάσταση, δε μπορεί να θεωρείται συγχρόνως και λύση των προβλημάτων της προλεταριακής επανάστασης. Η θεμελιώδης δομική διαφορά μεταξύ της αστικής κοινωνίας και της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας αποκλείει μια σχιζοφρένεια του είδους αυτού.

   Σύμφωνα με την επαναστατική μέθοδο του Λένιν , οι αρχηγοί είναι το κεφάλι των μαζών. Κατέχοντας την κατάλληλη επαναστατική μόρφωση, είναι ικανοί να εκτιμούν τις καταστάσεις και να κυβερνούν τις μαχόμενες δυνάμεις. Είναι οι επαγγελματίες επαναστάτες, οι στρατηγοί της μεγάλης στρατιάς των πολιτών. Αυτή η διάκριση μεταξύ κεφαλιού και κόμματος, μεταξύ διανοουμένων και μαζών, αξιωματικών και απλών στρατιωτών, αντιστοιχεί στη δυαδικότητα της ταξικής κοινωνίας, στην κοινωνική τάξη των αστών. Η μια τάξη είναι γυμνασμένη να διατάζει και η άλλη να υπακούει. Απ΄ αυτή τη γερασμένη ταξική συνταγή, προέρχεται η λενινιστική αντίληψη του κόμματος: η οργάνωση του δεν αποτελεί παρά αντανάκλαση της αστικής πραγματικότητας επανάσταση του κόμματος καθορίζεται αντικειμενικά από τις ίδιες δυνάμεις που δημιουργούν την αστική κοινωνική τάξη, αφαίρεση φτιαγμένη από σκοπούς υποκειμενικούς που συνόδευαν αυτή τη διαδικασία

   Ο οποιοσδήποτε που γυρεύει να εγκαθιδρύσει ένα αστικό καθεστώς, θα βρει στην αρχή του διαχωρισμού αρχηγού και μαζών, μεταξύ πρωτοπορίας και εργατικής τάξης, την στρατηγική προετοιμασία για μια τέτοιου είδους επανάσταση.   Όσο περισσότερο η διεύθυνση είναι έξυπνη, πεπαιδευμένη και ανώτερη, τόσο περισσότερο οι μάζες είναι πειθαρχημένες και υπάκουες και τόσο περισσότερο μια τέτοια επανάσταση έχει πιθανότητες να πετύχει. Επιζητώντας να αποτελειώσει την αστική επανάσταση στη Ρωσία, το κόμμα του Λένιν ήταν εντελώς προσαρμοσμένο στο αντικείμενό του. Όταν παρόλα αυτά η ρωσική επανάσταση άλλαξε φύση, όταν τα προλεταριακά χαρακτηριστικά της έγιναν εμφανή, οι τακτικές και στρατηγικές μέθοδοι του Λένιν έχασαν την αξία τους. Αν υπερίσχυσε τελικά, αυτό δεν οφείλεται στην πρωτοποριακότητά του, αλλά στο κίνημα των σοβιέτ που δεν τα είχε καθόλου συμπεριλάβει στα επαναστατικά του σχέδια. Κι όταν ο Λένιν, αφού είχε εξασφαλιστεί από τα σοβιέτ ο θρίαμβος της επανάστασης, αποφάσισε να τα αντιπαρέλθει, κάθε προλεταριακό χαρακτηριστικό της επανάστασης εξαφανίστηκε μαζί τους. Ο αστικός χαρακτήρας της επανάστασης κατέλαβε και πάλι τη σκηνή, βρίσκοντας τη φυσική του ολοκλήρωση στον σταλινισμό.
   
Παρόλη τη φροντίδα του για τη μαρξιστική διαλεκτική, ο Λένιν ήταν ανίκανος να συλλάβει διαλεκτικά την ιστορική εξέλιξη των κοινωνικών διαδικασιών. Η σκέψη του έγινε μηχανιστική, ακολουθώντας άκαμπτα σχήματα. Γι΄ αυτόν δεν υπήρχε παρά μόνο ένα επαναστατικό κόμμα, το δικό του, και μια επανάσταση, η ρωσική επανάσταση, και μια μόνη μέθοδος ο μπολσεβικισμός.

   Κι οτιδήποτε πέτυχε στη Ρωσία, θα πετύχαινε στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Αμερική, στην Κίνα και στην Αυστραλία. Ότι ήταν σωστό για την αστική ρωσική επανάσταση, ήταν επίσης σωστό και για την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση. Η μονότονη εφαρμογή μιας φόρμουλας, διατυπωμένης μια για πάντα, οδηγούσε σ΄ έναν εγωκεντρικό κύκλο όπου δεν εξεταζόταν ούτε η εποχή, ούτε οι συνθήκες, ούτε το επίπεδο ανάπτυξης, ούτε οι πολιτιστικές πραγματικότητες, ούτε οι ιδέες, ούτε οι άνθρωποι. Με τον Λένιν η μηχανιστική θεώρηση ανέβηκε στο θρόνο της πολιτιστικής: [1] ήταν ο «τεχνικός», ο «εφευρέτης» της επανάστασης, ο αντιπρόσωπος της παντοδύναμης θέλησης του αρχηγού. Όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του φασισμού υπήρχαν μέσα στο δόγμα του, στη στρατηγική του, στην ¨κοινωνική σχεδιοποίηση» και στην τέχνη του χειρισμού των ανθρώπων. Δεν μπορούσε να καταλάβει τη βαθιά επαναστατική σπουδαιότητα της απόρριψης του κόμματος από την αριστερά. Δε μπορούσε να καταλάβει την εξαιρετική σπουδαιότητα του κινήματος των σοβιέτ για τον σοσιαλιστικό προσανατολισμό της κοινωνίας. Αγνοούσε τις απαιτούμενες συνθήκες για την απελευθέρωση των εργατών. Εξουσία, διεύθυνση, δύναμη από τη μια πλευρά, οργάνωση, πλαισίωση, υποταγή από την άλλη. Τέτοιος ήταν ο τρόπος της σκέψης του. Πειθαρχία και δικτατορία είναι οι λέξεις που επανέρχονται συχνότερα στα γραφτά του. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, πολύ καλά γιατί δε μπορούσε να δεχτεί, ούτε να εκτιμήσει τις ιδέες και τις πράξεις των «αριστεριστών», που αρνούνταν τη στρατηγική του και διακήρυσσαν αυτό που προφανώς , ήταν απαραίτητο στην επαναστατική πάλη για το σοσιαλισμό: να πάρουν οι εργάτες μια και καλή την τύχη τους στα χέρια τους.

   Το να πάρουν οι εργάτες στα χέρια τους την αληθινή απελευθέρωσή τους – κεντρικό πρόβλημα του σοσιαλισμού – αυτό ήταν το κύριο αντικείμενο όλης της πολεμικής μεταξύ των αριστεριστών και των μπολσεβίκων. Η διαφωνία πάνω στο ζήτημα του κόμματος έβρισκε το ανάλογό του στη διαφωνία πάνω στα συνδικάτα. Οι αριστεριστές πίστευαν πως στο εξής δεν υπήρχε θέση για τους επαναστάτες στους κόλπους των συνδικάτων κι ότι αντίθετα, ήταν αναγκαίο γι΄ αυτούς να χτίσουν τα κατάλληλα οργανωτικά πλαίσια στο εσωτερικό των εργοστασίων, χώρους συλλογικής δουλειάς. [2] μως χάρη στην εξουσία που είχαν σφετεριστεί οι μπολσεβίκοι πέτυχαν από τις πρώτες εβδομάδες της γερμανικής επανάστασης να πείσουν τους εργάτες να επιστρέψουν στα αντιδραστικά καπιταλιστικά συνδικάτα. Για να επιτεθεί στους αριστεριστές, για να τους καταγγείλει ως αντεπαναστάτες, ο Λένιν χρησιμοποιεί ακόμη μια φορά στο λίβελό του τις μηχανιστικές εμπειρίες των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Είναι γενικά αποδεκτό πως αρχικά , τα συνδικάτα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πάλη του προλεταριάτου. Τα συνδικάτα στη Ρωσία ήταν πολύ νεαρά και δικαίωναν τον ενθουσιασμό του Λένιν. Η κατάσταση όμως διέφερε στις άλλες χώρες. Από χρήσιμα και προοδευτικά που ήταν αρχικά, μετασχηματίστηκαν , στις παλιές καπιταλιστικές χώρες, σε εμπόδια για την απελευθέρωση των εργατών. Έγιναν όργανα αντεπανάστασης και η γερμανική αριστερά είχε βγάλει τα συμπεράσματά της από την εξέλιξη αυτή.

   Ο ίδιος ο Λένιν αναγκάστηκε να διαπιστώσει ότι με τον καιρό δημιουργήθηκε ένα στρώμα «εργατικής αριστοκρατίας, κορπορατιβιστική, αλαζονική, συνεργός του ιμπεριαλισμού, μικροαστική, διεφθαρμένη και εκφυλισμένη». Αυτού του είδους η διεφθαρμένη και γκανγκστερική διεύθυνση είναι σήμερα επικεφαλής του συνδικαλιστικού κινήματος στον κόσμο και ζει πάνω στις πλάτες των εργαζομένων. Σ΄ αυτό το συνδικαλιστικό κίνημα αναφέρονταν οι αριστεριστές, όταν ζητούσαν από τους εργάτες να το εγκαταλείψουν. Παρόλα αυτά ο Λένιν, πρόβαλε δημαγωγικά το παράδειγμα του νέου ρωσικού συνδικαλιστικού κινήματος που δεν είχε τα χαρακτηριστικά των γερασμένων συνδικάτων των άλλων χωρών. Ξεκινώντας από μια ειδική εμπειρία, που αντιστοιχούσε σε μια δοσμένη περίοδο και σε ειδικές συνθήκες, θεωρούσε ότι ήταν δυνατό να εξάγει συμπεράσματα εφαρμόσιμα σε παγκόσμια κλίμακα. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του ο επαναστάτης πρέπει να είναι πάντα εκεί που βρίσκονται οι μάζες. Αλλά που βρίσκονταν αυτές πραγματικά; Στα γραφεία των συνδικάτων; Στις συνελεύσεις των οπαδών; Στις μυστικές συναντήσεις των συνδικαλιστών διευθυντών με τους αντιπροσώπους του κεφαλαίου; Όχι, οι μάζες είναι στα εργοστάσια, στους τόπους δουλειάς κι εκεί είναι αναγκαίο να γίνει αποτελεσματική η συνεργασία τους και να δυναμώσει η αλληλεγγύη τους. Η οργάνωση του εργοστασίου, το σύστημα των συμβουλίων, αυτή είναι η αυθεντική οργάνωση της επανάστασης, αυτή πρέπει να αντικαταστήσει όλα τα κόμματα και όλα τα συνδικάτα.

   Στις οργανώσεις των εργοστασίων δεν υπάρχει θέση για τους επαγγελματίες της διεύθυνσης. Δεν υπάρχει πλέον ο διαχωρισμός αρχηγών και υποτακτικών, διανοουμένων και αγωνιστών. Είναι πλαίσιο που αποθαρρύνει τις εκδηλώσεις εγωισμού, το πνεύμα ανταγωνιστικότητας, τη διαφθορά και τον φιλισταισμό. Εκεί οι εργάτες πρέπει να πάρουν στα χέρια τους τις υποθέσεις τους. Αλλά για τον Λένιν τα πράγματα συνέβαιναν διαφορετικά. Ήθελε να διατηρήσει τα συνδικάτα. Να τα αλλάξει από μέσα. Να αντικαταστήσει τους μόνιμους σοσιαλδημοκράτες με μόνιμους μπολσεβίκους, να αντικαταστήσει μια κακή με μια καλή γραφειοκρατία. Η κακή εκκολαπτόταν στη σοσιαλδημοκρατία, η καλή στον μπολσεβικισμό.

   Και στο μεταξύ, είκοσι χρόνια εμπειρίας, απέδειξαν τη ματαιότητα της αντίληψης αυτής. Ακολουθώντας τις συμβουλές του Λένιν, οι κομμουνιστές κατέβαλαν όλες τις δυνατές μεθόδους για να μεταρρυθμίσουν τα συνδικάτα. Αποτέλεσμα μηδέν. Όμοια αποτελέσματα είχαν οι προσπάθειες τους να φτιάξουν κατάλληλα συνδικάτα. Ο συνδικαλιστικός ανταγωνισμός σοσιαλδημοκρατών και μπολσεβίκων ήταν ανταγωνισμός μέσα στη διαφθορά. Μέσα σ΄ αυτή τη διαδικασία καταναλώνεται η επαναστατική ενέργεια των εργατών. Αντί να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους για να παλέψουν ενάντια στο φασισμό, οι εργάτες σπαταλιόνταν σε μια παράλογη και μάταιη εμπειρία για το κέρδος αντιμαχόμενων γραφειοκρατιών. Οι μάζες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στους εαυτούς τους και στις οργανώσεις «τους». Αισθάνονται απατημένες. Καθαρές μέθοδοι του φασισμού: υπαγόρευση στους εργάτες για κάθε τους κίνηση, εμπόδια στην αφύπνιση της πρωτοβουλίας, σαμποτάρισμα κάθε στοιχείου ταξικής συνείδησης, σπάσιμο του ηθικού των μαζών με επαναλαμβανόμενες ήττες και κάνοντάς τες ανίκανες. ‘Όλες αυτές οι μέθοδοι είχαν δοκιμαστεί στη διάρκεια των είκοσι χρόνων δουλειάς μέσα στα συνδικάτα σύμφωνα με τις μπολσεβίκικες αρχές. Η νίκη του φασισμού ήταν αρκετά εύκολη, αφού οι διευθυντές των εργατών, μέσα στα συνδικάτα και τα κόμματα, του είχαν ετοιμάσει το μοντέλο του ανθρώπινου υλικού που ήταν ικανό να κινήσει το μύλο του.

   Όσον αφορά τον κοινοβουλευτισμό, ο Λένιν με τον ίδιο τρόπο, εμφανίστηκε υπερασπιστής ενός θεσμού ξεπερασμένου που είχε γίνει εμπόδιο στην πολιτική εξέλιξη και κίνδυνος για την προλεταριακή απελευθέρωση. Οι αριστεριστές μάχονται τον κοινοβουλευτισμό κάτω από όλες τις φόρμες. Αρνούνταν να συμμετάσχουν στις εκλογές και δεν σέβονταν τις κοινοβουλευτικές αποφάσεις. Ο Λένιν όμως, ξόδευε πολύ ενέργεια στις κοινοβουλευτικές δραστηριότητες και τους απέδιδε μεγάλη σπουδαιότητα. Οι αριστεριστές έλεγαν πως ο κοινοβουλευτισμός είναι ιστορικά ξεπερασμένος, ακόμη και σαν απλό βήμα προπαγάνδας και δεν έβλεπαν μια συνεχή πηγή διαφθοράς και για τους κοινοβουλευτικούς και για τους εργάτες. Ο κοινοβουλευτισμός αποκοίμιζε την επαναστατική συνείδηση και την αποφασιστικότητα των μαζών, συντηρώντας την αυταπάτη των νόμιμων μεταρρυθμίσεων. Στις κρίσιμες στιγμές το κοινοβούλιο μετατρεπόταν σε βραχίονα της αντεπανάστασης. Έπρεπε να καταστραφεί ή να σαμποταριστεί. Έπρεπε να πολεμηθεί η κοινοβουλευτική παράδοση, στο μέτρο που ακόμα συντελούσε στην άλωση της προλεταριακής συνείδησης.


Για να αποδείξει το αντίθετο ο Λένιν, έφτιαξε μια πανούργα διάκριση μεταξύ των θεσμών που είχαν ξεπεραστεί ιστορικά και εκείνων που είχαν ξεπεραστεί πολιτικά. Βέβαια, επιχειρηματολούσε, ο κοινοβουλευτισμός, είναι ξεπερασμένος ιστορικά, αλλά όχι πολιτικά και πρέπει να τον υπολογίζουμε. Πρέπει να συμμετέχουμε στο κοινοβούλιο γιατί παίζει ακόμη ένα ρόλο πολιτικό. Τι επιχείρημα! Ο καπιταλισμός επίσης, δεν είναι ξεπερασμένος παρά ιστορικά. Σύμφωνα με τη λογική του Λένιν δεν υπάρχει πιθανός τρόπος να πολεμηθεί με επαναστατικό τρόπο. Θα έπρεπε μάλλον να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Ο οπορτουνισμός, το παζάρι, η πολιτική διαμεσολάβηση, αυτές θα ήταν οι συνέπειες της τακτικής του Λένιν. Η μοναρχία επίσης, παίζει ένα ρόλο πολιτικό. Σύμφωνα με τον Λένιν, οι εργάτες δεν θα είχαν το δικαίωμα να την καταργήσουν, αλλά θα έπρεπε να επεξεργαστούν μια λύση συμβιβασμού. Το ίδιο και η εκκλησία στην οποία βρίσκονται μεγάλα στρώματα λαού. Ένας επαναστάτης επέμενε ο Λένιν, πρέπει να βρίσκεται εκεί που βρίσκονται οι μάζες. Η συνάφεια θα τον ανάγκαζε λοιπόν, να πει: «Μπείτε στην εκκλησία είναι επαναστατικό σας καθήκον». Και τελικά υπάρχει και ο φασισμός. Θα έρθει μια μέρα που και ο φασισμός επίσης, ιστορικός αναχρονισμός, αλλά όχι πολιτικός. Τι να κάνουμε λοιπόν; Να δεχτούμε το προφανές και να διεκπεραιώσουμε ένα συμβιβασμό με το φασισμό. Ακολουθώντας τη δικαιολόγησή του ο Λένιν, ένα σύμφωνο μεταξύ του Στάλιν και του Χίτλερ θα αποδείκνυε μόνο ότι ο Στάλιν ήταν στην πραγματικότητα ο καλύτερος μαθητής του Λένιν. Δεν θα προξενούσε καθόλου έκπληξη, στο προσεχές μέλλον, αν οι σοβιετικοί πράκτορες υμνολογούσαν ένα τέτοιο σύμφωνο σαν τη μοναδική επαναστατική τακτική.

   Η θέση του Λένιν για τον κοινοβουλευτισμό δεν αποτελεί παρά μια ακόμη απόδειξη της ικανότητας του να καταλάβει τις αναγκαιότητες και τα κύρια χαρακτηριστικά της προλεταριακής επανάστασης. Η επανάσταση του είναι απόλυτα αστική. Είναι μια πάλη για να κατακτηθεί η πλειοψηφία, να διασφαλιστούν οι κυβερνητικές θέσεις, να τεθεί υπό έλεγχο ο νομοθετικός μηχανισμός. Θεωρούσε πραγματικά σημαντικό να κερδίσει όσο το δυνατό περισσότερους ψήφους στη διάρκεια της εκλογικής εκστρατείας , να έχει μια ισχυρή μπολσεβίκικη ομάδα μέσα στα κοινοβούλια, να συνεισφέρει για να καθοριστεί η μορφή και το περιεχόμενο της νομοθεσίας, να συμμετάσχει στην πολιτική διοίκηση. Δεν έβλεπε καθόλου ότι στις μέρες μας ο κοινοβουλευτισμός είναι μια μπλόφα, μια οφθαλμαπάτη κι ότι η πραγματική δύναμη της αστικής κοινωνίας βρίσκεται σε σφαίρες εντελώς διαφορετικές. Ότι παρόλες τις πιθανές κοινοβουλευτικές ήττες, η αστική τάξη διατηρούσε ακόμα τα μέσα τα απαραίτητα ώστε να επιβάλλει τη θέλησή της και τα συμφέροντα της στους μη κοινοβουλευτικούς τομείς. Ο Λένιν δεν έβλεπε τα εξαχρειωτικά αποτελέσματα του κοινοβουλευτισμού πάνω στις μάζες, δεν παρατηρούσε τα αποτελέσματα της εξασθένισης του ηθικού του κόσμου από την κοινοβουλευτική διαφθορά. Οι διεφθαρμένοι κοινοβουλευτικοί πολιτικοί φοβόνταν μήπως χάσουν τα οφέλη τους. Υπήρξε μια εποχή στην προφασιστική Γερμανία, όπου οι αντιδραστικοί μπορούσαν να περάσουν οποιοδήποτε νόμο από το κοινοβούλιο απειλώντας απλά, ότι θα προκαλέσουν τη διάλυσή του. Τι πιο τρομερό για τους κοινοβουλευτικούς από μια απειλή που συνεπαγόταν το τέλος του εύκολου κέρδους τους; Για να το αποφύγουν ήταν έτοιμοι για όλα. Και σε τι διαφέρει σήμερα η κατάσταση στη Γερμανία, στη Ρωσία, στην Ιταλία; Οι κούκλες του κοινοβουλευτικού κουκλοθέατρου δεν έχουν καμιά γνώμη, καμιά θέληση, δεν είναι τίποτα περισσότερο από υπηρέτες των φασιστών κυριών τους.

   Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι ολοκληρωτικά εκφυλισμένος και διεφθαρμένος. Αλλά γιατί το προλεταριάτο δεν έθεσε ένα τέλος στη χειροτέρευση ενός πολιτικού οργάνου που κάποτε του χρησίμευε στους σκοπούς του; Καταργώντας το κοινοβούλιο με μια πράξη επαναστατικού ηρωισμού θα ήταν πολύ περισσότερο χρήσιμο και εποικοδομητικό για την προλεταριακή συνείδηση. Αλλά μια τέτοια στάση ήταν στο βάθος ξένη στον Λένιν, όπως είναι σήμερα στον Στάλιν. Η φροντίδα του Λένιν δεν ήταν να ελευθερώσει τους εργάτες από τη διανοητική και φυσική σκλαβιά τους. Δεν τον απασχολούσε η ψεύτικη συνείδηση των μαζών, ούτε η αλλοτρίωσή τους. Το πρόβλημα γι΄ αυτόν υπήρχε σαν πρόβλημα δύναμης. Σαν αστός σκεπτόταν με όρους ζημίας και κέρδους, περισσότερα ή λιγότερα, πίστωσης και χρέους. Σ΄ όλες του τις εκτιμήσεις δεν τον απασχολούσαν παρά μόνο φαινόμενα εξωτερικά: αριθμός οπαδών, αριθμός ψήφων, θέσεις στο κοινοβούλιο, στη διοίκηση. Ο υλισμός ήταν ο υλισμός της αστικής τάξης που έχει τη λογική του στους μηχανισμούς και όχι στους ανθρώπους. Ο Λένιν δεν είναι ικανός να σκεφτεί πράγματι με όρους κοινωνικο-ιστορικούς. Γι΄ αυτόν το κοινοβούλιο είναι κοινοβούλιο: μια αντίληψη αφηρημένη, μέσα στο κενό, ντυμένη με την ίδια σημασία για όλες τις χώρες και για όλες τις εποχές. Βέβαια, αναγνωρίζει ότι ο κοινοβουλευτισμός περνάει διάφορες εξελικτικές φάσεις, και το σημειώνει, αλλά δεν εφαρμόζει αυτή τη διαπίστωση ούτε στην θεωρία του ούτε στην πρακτική του. Στις πολεμικές του υπέρ του κοινοβουλίου, κράδαινε το παράδειγμά των πρώτων κοινοβουλίων της περιόδου της ανοδικής φάσης του καπιταλισμού, για να μη μείνει χωρίς επιχειρήματα. Κι αν επιτίθεται στα εκφυλισμένα κοινοβούλια, η επίθεση αφορά τα πρόσφατα σχηματισμένα, που ωστόσο είναι ξεπερασμένα εδώ και καιρό. Μ΄ ένα λόγο αποφασίζει ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, ενώ για τους εργάτες η πολιτική είναι η τέχνη της επανάστασης.

Μένει να εξετάσουμε τη θέση του Λένιν πάνω στο ζήτημα του συμβιβασμού. Κατά τη διάρκεια του α΄ παγκοσμίου πολέμου, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία πουλήθηκε στην αστική τάξη. Στο μεταξύ, άθελά της, κληρονόμησε τη γερμανική επανάσταση. Αυτό έγινε δυνατό σε μεγάλο βαθμό χάρη στη Ρωσία, που, ως ένα μέρος ευθύνεται για την εξάλειψη του γερμανικού κινήματος των συμβουλίων. Η δύναμη που έπεσε στα χέρια της σοσιαλδημοκρατίας, σπαταλήθηκε ανώφελα. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν ευχαριστημένη να ανανεώνει με την πεπαλαιωμένη πολιτική της τη συνεργασία των τάξεων, ικανοποιημένη με το να συμμετάσχει στην εξουσία μαζί με την αστική τάξη, στις πλάτες των εργατών, στη διάρκεια της ανοικοδόμησης του καπιταλισμού. Οι Γερμανοί ριζοσπάστες εργάτες αντιτάχτηκαν σε αυτή την προδοσία με το σύνθημα «Όχι συμβιβασμός με την αντεπανάσταση». Επρόκειτο για μια περίπτωση συγκεκριμένη, για μια κατάσταση ειδική, που γύρευε μια απόφαση κοφτή. Ο Λένιν ανίκανος να την αναγνωρίσει, δημιούργησε από αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα ένα αφηρημένο πρόβλημα. Με τον αέρα στρατηγού και το αλάνθαστο καρδινάλιου προσπάθησε να πείσει τους αριστεριστές ότι οι συμβιβασμοί με τους πολιτικούς αντιπάλους είναι , σ΄ όλες τις περιπτώσεις ένα επαναστατικό καθήκον. Διαβάζοντας σήμερα τις περικοπές του φυλλαδίου του Λένιν που πραγματεύεται τους συμβιβασμούς, δεν είναι δυνατό να μη γίνει η σύνδεση των παρατηρήσεων του Λένιν του 1920 με την πραγματική πολιτική συμβιβασμών του Στάλιν. Δεν υπάρχει κανένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα της μπολσεβίκικης θεωρίας που να μην έγινε πραγματικότητα από τον Στάλιν.

   Σύμφωνα με τον Λένιν, οι αριστεριστές θα έπρεπε να είναι έτοιμοι να υπογράψουν τη συμφωνία των Βερσαλλιών. Εν τούτοις το κομμουνιστικό κόμμα, πάντα σε συμφωνία με τον Λένιν, έφτασε σ΄ ένα συμβιβασμό με τους χιτλερικούς και διαμαρτυρήθηκε μαζί τους ενάντια στο ίδιο Σύμφωνο. Ο «εθνικομπολσεβικισμός» εγκωμιασμένος στη Γερμανία το 1919 από τον αντιπολιτευόμενο της αριστεράς Laufenberg, κριτικαρίστηκε από τον Λένιν σαν ένας «κραυγαλέος παραλογισμός». Αλλά ο Ράντεκ και το ΚΚ ακολουθώντας πάντα τις αρχές του Λένιν, έφτασαν σε συμβιβασμό με το γερμανικό εθνικισμό, διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στην καταστολή του Ρουρ και γιόρτασαν τον εθνικό ήρωα Schlageter. Το SDN ήταν σύμφωνα με τον Λένιν «μια συμμορία καπιταλιστών ληστών και κλεφτών», που οι εργάτες θα πρεπε να πολεμήσουν μέχρι και την τελευταία ρανίδα αίματος. Παρ΄ όλα αυτά ο Στάλιν, ακολουθώντας την τακτική του Λένιν, επεξεργάστηκε έναν συμβιβασμό με αυτούς τους ίδιους ληστές και η Ρωσία μπήκε στην SDN. Η αντίληψη περί «λαού» είναι για τον Λένιν μια εγκληματική παραχώρηση στην αντεπαναστατική ιδεολογία του μικροαστισμού. Αυτό δεν εμπόδισε τους Λενινιστές Στάλιν και Δημητρώφ να φτάσουν σ΄ ένα συμβιβασμό με τον μικροαστισμό για να εγκαινιάσουν το κίνημα των «λαϊκών μετώπων». Στα μάτια του Λένιν ο ιμπεριαλισμός ήταν ο μεγάλος εχθρός του παγκόσμιου προλεταριάτου και ενάντια σ΄ αυτόν έπρεπε να κινηθούν όλες οι δυνάμεις. Αλλά , ο Στάλιν, τέλειος λενινιστής είναι πολύ απασχολημένος με το μαγείρεμα μιας συμμαχίας με το χιτλερικό ιμπεριαλισμό. Υπάρχει ανάγκη και άλλων παραδειγμάτων; Η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι όλοι οι συμβιβασμοί που έγιναν ανάμεσα στην επανάσταση και στην αντεπανάσταση δεν μπόρεσαν να φέρουν κέρδος παρά μονάχα σ΄ αυτή την τελευταία. Κάθε πολιτική συμβιβασμού είναι μια πολιτική χρεοκοπίας για το επαναστατικό κίνημα. Αυτό που άρχισε σαν ένας απλός συμβιβασμός με τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, κατέληξε στον Χίτλερ. Αυτό που ο Λένιν δικαιολογούσε σαν αναγκαίο συμβιβασμό, κατέληξε στον Στάλιν. Κάνοντας τη διάγνωση «παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», αναφερόμενος στην επαναστατική άρνηση των συμβιβασμών, ο Λένιν, έπασχε από τη γεροντική νόσο του οπορτουνισμού, του ψευτοκομμουνισμού.

   Αναλυμένος από κριτική άποψη ο μπολσεβικισμός, όπως διαγράφεται στο φυλλάδιο του Λένιν, παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

   1. Ο μπολσεβικισμός είναι ένα εθνικιστικό δόγμα, αρχικά για τη λύση ενός εθνικού προβλήματος, που αργότερα ανυψώθηκε σε θεωρία και πρακτική διεθνούς επιπέδου και γενικού δόγματος. Ο εθνικιστικός χαρακτήρας φάνηκε από την υποστήριξη του στην πάλη για εθνική ανεξαρτησία που διεξαγόταν από τους υπόδουλους λαούς.
  
 2. Ο μπολσεβικισμός είναι ένα αυταρχικό σύστημα. Η κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας είναι το καθοριστικό κέντρο αποφάσεων. Η εξουσία ενσαρκώνεται στο παντοδύναμο πρόσωπο. Στο μύθο του αρχηγού το αστικό ιδανικό της προσωπικότητας, βρίσκει την πιο τέλεια έκφρασή του.
  
 3. Οργανωτικά ο μπολσεβικισμός είναι σε υψηλό βαθμό συγκεντρωτικός. Η κεντρική επιτροπή έχει την υπευθυνότητα όλης της πρωτοβουλίας, των οδηγιών, των διαταγών. Οι διευθυντές της οργάνωσης παίζουν το ρόλο της αστικής τάξης. Ο μοναδικός ρόλος των εργατών είναι να υπακούουν στις διαταγές .
  
4. Ο μπολσεβικισμός είναι μια ακτιβιστική αντίληψη δύναμης. Ενδιαφερόμενος αποκλειστικά για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, δεν διαφοροποιείται από τις παραδοσιακές φόρμες επικράτησης της αστικής τάξης. Ακόμα και μέσα στους κόλπους της οργάνωσης, τα μέλη δεν απολαμβάνουν αυτοκαθορισμού. Ο στρατός αποτελεί το μοντέλο της κομματικής οργάνωσης.
  
 5. Ο μπολσεβικισμός είναι μια δικτατορία. Χρησιμοποιώντας κτηνώδη βία και τρομοκρατικές μεθόδους, προσανατολίζει όλες τις λειτουργίες του για να εξαλείψει τους θεσμούς και τις αντιλήψεις που δεν είναι μπολσεβίκικες. Η «δικτατορία του προλεταριάτου», την οποία επικαλείται, είναι μια δικτατορία μιας γραφειοκρατίας ή ενός μόνον ατόμου.
  
6. Ο μπολσεβικισμός είναι μια μηχανιστική μέθοδος. Η κοινωνική τάξη στην οποία αποβλέπει, βασίζεται στον αυτόματο συντονισμό, στην ομοιομορφία που επιτυγχάνεται με την τεχνική και στον πιο αποτελεσματικό ολοκληρωτισμό. Η κεντρικά «προγραμματισμένη» οικονομία, ανάγει, συνειδητά τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, σε προβλήματα τεχνικοοργανωτικά.
  
 7. Η κοινωνική δομή του μπολσεβικισμού είναι αστικής φύσης. Δεν καταργεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας και αρνείται στο προλεταριάτο την οικειοποίηση των προϊόντων της εργασίας του. Ενεργώντας έτσι, παραμένει στο πλαίσιο των σχέσεων της αστικής τάξης και διαιωνίζει τον καπιταλισμό.
  
8. Ο μπολσεβικισμός δεν αποτελεί επαναστατικό στοιχείο παρά μόνο στα πλαίσια της αστικής επανάστασης. Ανίκανος να πραγματοποιήσει το σοβιετικό σύστημα, είναι ανίκανος να μετασχηματίσει ριζοσπαστικά τη δομή της αστικής κοινωνίας και την οικονομία της. Δεν εγκαθιδρύει το σοσιαλισμό αλλά τον καπιταλισμό του κράτους.
  
 9. Ο μπολσεβικισμός δεν είναι μια ενδιάμεση φάση που θα λάβει τέλος στην σοσιαλιστική κοινωνία. Χωρίς το σοβιετικό σύστημα, χωρίς τη ριζοσπαστική και καθολική επανάσταση ανθρώπων και πραγμάτων, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί η αρχέγονη σοσιαλιστική απαίτηση, το τέλος δηλαδή της ανθρώπινης αλλοτρίωσης που γεννά ο καπιταλισμός. Αντιπροσωπεύει την τελευταία ενδιάμεση φάση της αστικής κοινωνίας, όχι όμως το πρώτο βήμα προς τη νέα κοινωνία.

   Αυτά τα εννιά σημεία θεμελιώνουν μια ασυμβίβαστη αντίθεση μεταξύ μπολσεβικισμού και σοσιαλισμού. Δείχνουν με όλη την απαιτούμενη διαύγεια τον αστικό χαρακτήρα του μπολσεβίκικου κινήματος και την στενή συγγένειά του με το φασισμό. Εθνικισμός, αυταρχισμός, συγκεντρωτισμός, αρχηγική διεύθυνση, πολιτική δύναμης, βασιλεία του τρόμου, μηχανιστική δυναμική, ανικανότητα για κοινωνικοποίηση, όλα αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του φασισμού υπήρχαν και υπάρχουν στον μπολσεβικισμό. Ο φασισμός δεν είναι παρά αντιγραφή του μπολσεβικισμού. Γι΄ αυτό το λόγο: η πάλη ενάντια στον φασισμό πρέπει να αρχίσει με την πάλη ενάντια στον μπολσεβικισμό.


Σημειώσεις

   1. Ο Στάλιν αποκαλούσε τον Λένιν «μεγαλοφυή μηχανικό της ατμομηχανής της ιστορίας». Βρίσκουμε πολλά παραδείγματα αυτής της μηχανιστικής αντίληψης στα μπολσεβίκικα κείμενα και σε όλους τους τομείς. Παραθέτουμε αυτό το απόσπασμα από ένα ποίημα , δημοσιευμένο από έναν μπολσεβίκο ποιητή στην επιθεώρηση της κεντρικής επιτροπής της Κομσομόλ « Ο νέος φρουρός» ν.10, 1926, σελ. 47:
“Μην πηγαίνεις στην παρθένα
Η αθωότητα της είναι γεμάτη λύπη μαλθακή
Αμφιβολίες ναρκωμένες φωλιάζουνε στο στήθος της
Στην πόρνη θα βρεις την ακρίβεια και τη λάμψη μιας μηχανής
Είναι η φωνή των μελλοντικών αιώνων
Το θριαμβευτικό τραγούδι της βιομηχανίας
Που αναγγέλλει την καταστροφή των αλυσίδων της αγάπης
Συντριμμένες από την κραταιά μεγαλοφυΐα της τεχνικής.”

 
  2. «Αριστερισμός»: δεν έχει τη σημερινή σημασία που του αποδίδεται και φυσικά δεν περιέχει τις τάσεις, που απλά, βρίσκονται «αριστερά» των ΚΚ διεκδικώντας για τον εαυτό τους την ορθότητα του δόγματος και της διεύθυνσης. Ο «αριστερισμός» ή οι «κομμουνιστικές εργατικές» οργανώσεις, δημιουργήθηκαν αναπτύσσοντας μια αριστερή αντιπολίτευση μέσα στα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Οι αντιλήψεις τους που στρέφονταν γύρω από την επικύρωση και αποδοχή της ανάγκης άμεσου εργατικού ελέγχου, προσέλαβαν πραγματική σημασία και σπουδαιότητα με τη δημιουργία των «σοβιέτ» στη ρωσική επανάσταση, των εργοστασιακών αντιπροσώπων στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του πολέμου και των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών στη συνέχεια. Οι ομάδες αυτές εκδιώχθηκαν από την κομμουνιστική Διεθνή στα 1920.

   Η μπροσούρα του Λένιν «αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», 1920, γράφτηκε κυρίως για να καταστρέψει την επίδραση αυτών των ομάδων στη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Οι ομάδες αυτές θεωρούσαν την μπολσεβίκικη πολιτική αντεπαναστατική για τα συμφέροντα της παγκόσμιας εργατικής τάξης και γνώρισαν την ήττα κυρίως από μια αντεπανάσταση που είδε συνασπισμένους ρεφορμιστές και καπιταλιστές να επιχειρούν την καταστροφή των πρώτων σπερμάτων ενός κινήματος αληθινά ανταγωνιστικού προς όλες τις μορφές του καπιταλισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου