«Διανύουμε την εποχή της ερήμου
Ο μεγαλύτερος ποιητής της
Αυτός που θα την τραγουδήσει
Θα ‘ναι μουγκός»
(Από τα 24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια) του Αργύρη Χιόνη, «Πλανόδιον», Δεκέμβρης 1996
1.Το να μιλάει κανείς για σύγχρονα προβλήματα, αναζητώντας λύσεις,, αγνοώντας την καπιταλιστική κρίση είναι σαν να μιλά για φυσικά φαινόμενα αγνοώντας το νόμο της βαρύτητας. Ομοίως το να μιλά κανείς για την κρίση δίνοντας μόνο την οικονομική της διάσταση, την απογυμνώνει:
από το αξιακό της περιεχόμενο που ξεδιπλώνεται στις διαρρηγμένες σχέσεις μας και στην σχετικώς ιδιωτεύουσα καθημερινότητά μας,
από την πολιτική της διάσταση η οποία στιγματίζεται από την πολιτική απολυταρχία μιας αιρετής ολιγαρχίας και την έλλειψη βούλησης για δημοκρατική υπέρβαση ενός απρόσωπου συστήματος που διαχειρίζεται με τη συναίνεσή μας τις ζωές μας,
από το οικολογικό της έλλειμμα σε μια εποχή που η καταστροφική ανάπτυξη παραμένει βασικός ιδεολογικός μπούσουλας σε κάθε κοινωνικό σχεδιασμό.
Επίσης το να μιλά κανείς για την κρίση στην Ελλάδα αποκόπτοντας με συνοριακές γραμμές τη χώρα από όλον τον κόσμο, είναι σαν να μιλά για τη φωτιά που άρπαξε ένα πεύκο αγνοώντας το πευκόδασος. Η κρίση είναι διεθνής. Από μια τέτοια συλλογιστική που ό,τι και να προσθέσει κανείς είναι μέσα στο νόημα μιας συνολικής επεξεργασίας αυτού που ζούμε ως την ουτοπική ολοκλήρωση του καπιταλισμού, μπορούν να προκύψουν και σκέψεις και δράσεις που θα υπερβούν την κρίση προς όφελος της κοινωνίας.
«Ο καθένας χωριστά μια βίδα ένα γρανάζι
Όλοι μαζί ένα άσκοπο ρολόι
Για να βλέπει την ώρα ο κανένας»
(Από τα 24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια) του Αργύρη Χιόνη, «Πλανόδιον», Δεκέμβρης 1996
2.Πολιτισμός ή Βαρβαρότητα; είναι ίσως το νέο δίλλημα που βρισκόμαστε, με το δεύτερο να συνοψίζει τον ανταγωνισμό του καπιταλιστικού συστήματος στο απόγειό του.
Κι αν αυτό που ζούμε είναι ο προάγγελος αυτού που θα ζήσουμε σε ένα κόσμο που η αλληλεγγύη η ομορφιά, η αγάπη, η καλοσύνη, η μοιρασιά, η σεμνότητα και το μέτρο θα έχουν εξοριστεί στα ιστορικά τάρταρα,
Κι αν αυτό φαντάζει ασύλληπτο στη σύγχρονη εκδοχή της προστατευόμενης ιδιώτευσης της ακόμα πίστης στον ναό των εμπορευμάτων και του θεάματος ή της ακόμα οικογενειακής θαλπωρής στην Ελλάδα, τότε αυτό που θα έρθει θα είναι κάτι ακόμα πιο ακατανόητο.
Χωρίς ελπίδα, χωρίς ιστορία, χωρίς γνώση σ’ ένα κόσμο που αυτή την περίοδο οι κυβερνήσεις του στρατολογούν μέσα από τα σχολεία, μέσα από τα γήπεδα, μέσα από την τηλεόραση, γενίτσαρους για τον οικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα.
«Ακέφαλοι μας συμβουλεύουν
Κουλοί μας δείχνουν
Κουτσοί μας οδηγούν
Εμείς δεμένοι
Πρόθυμα ακολουθούμε»
(Από τα 24 καρφιά για μαλακά κρεβάτια) του Αργύρη Χιόνη, «Πλανόδιον», Δεκέμβρης 1996
3. Πώς θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στη συγκυρία θέτοντας συλλογικό πλαίσιο και στόχους για να ικανοποιηθούν και ανάγκες μας;
Η επίσημη εκκλησία της επίσημης θρησκείας, ο SKAI, οι ΜΚΟ, κάποιοι ΟΤΑ, όμιλοι επιχειρηματιών, η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, η Συμμαχία κατά της Ακρίβειας, την ίδια εποχή προετοιμάζονται όπως μπορούν προκειμένου όχι μόνο να κρατήσουν σε ύπνωση τον πληθυσμό αλλά να του δώσουν και ενεργό ρόλο για τη σωτηρία του. Ένα placebo είναι ότι πρέπει. Η πείνα, η φτώχεια, η ανεργία, η έλλειψη ιατροφαρμακευτικού υλικού, η αποσάθρωση των δομών κοινωνικών υπηρεσιών είναι βασικά οι στόχοι τους. Εξαγοράζοντας τις συνειδήσεις με ένα πιο συστηματικό τρόπο αναχαιτίζουν το κύμα απονομιμοποίησης του συστήματος και κυρίως δημιουργούν νέους όρους διακυβέρνησης όπου κάθε έννοια κριτικής σκέψης είναι αδιανόητη.
«Μην κλαις
Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι
Θα περάσει»
(Από το Καλειδοσκόπιο) του Αργύρη Χιόνη, «Πλανόδιον», Δεκέμβρης 1996
4.Η κρίση προέρχεται από την συμπαγή και περιεκτική αρχαία ελληνική λέξη «κρίνω», δύναμαι να εξαντλήσω τις διανοητικές μου ικανότητες, μέσα ή απέναντι ή αντιθετικά σε μια ατομική ή κοινωνική κατάσταση, ενώ η κινέζικη εκδοχή της μπορεί να προσφέρει μέσα από την ερμηνεία της (ιδεογράμματα που σημαίνουν «καταστροφή» και «ευκαιρία») το δεύτερο ως μια απεριόριστη δυνατότητα εκκίνησης της ερμηνείας του κόσμου ή τέλος πάντων κατανόησης του γιατί αυτής της διαρκούς κίνησής του εναντίον του εαυτού του. Αυτής που με λίγα λόγια διαχώρισε τη φύση από την κοινωνία, που διαχώρισε την φύση σε ύλη και μορφή, που διαχώρισε τον άνθρωπο από την κοινωνία, που εν τέλει διαχώρισε τον άνθρωπο από την ουσία του. Που διαχώρισε τη σκέψη από τη λειτουργία, το πνεύμα από την ύλη, το σώμα από την ψυχή. Που διαχώρισε την εργασία από το αγαθό, την τέχνη από το καθημερινό, την απόλαυση από τη ρουτίνα, το ήθος από την αναγκαιότητα. Που διαχώρισε την υγεία από την περίθαλψη, την εκπαίδευση από την παιδεία, τον πολιτισμό από την εργασία. Κι αν αυτά φαίνονται αντικείμενα ιδιαίτερων σπουδών και ίσως εκ του ασφαλούς αναζήτησης διανοητικών παιγνίων, τότε οφείλουμε να δώσουμε απαντήσεις για την ογκούμενη φτώχεια, για τη διαρκή έκπτωση των αξιών της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης, της καλοσύνης, για την ολοένα και περισσότερο καταστροφή της περιβάλλουσας φύσης, για την αποθέωση του εγωιστικού μεγαλείου, για τη συσσώρευση του πλούτου και της εξουσίας σε ολοένα και λιγότερα χέρια, για τους αιματηρούς πολέμους, για την ολοένα και μεγαλύτερη αστικοποίηση, για την εμπορευματοποίηση των αναγκών μας… Τι μας μένει εκτός από το «τίποτα»; Πού θα πάμε εκτός από το «πουθενά»; Πότε θα κινήσουμε εκτός από το «ποτέ»; Ποιοι θα βαδίσουμε εκτός από το «όχι εγώ»; Πώς θα σαλέψουμε εκτός από το «δεν ξέρω»; Ας τα πάρουμε ανάποδα αυτά που αναφέρθηκαν πριν.
Ότιας λείπει να αναζητήσουμε. Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία. Με τις δικές της δομές, τις δικές της θεσπίσεις, το δικό της αξιακό ορίζοντα, κοντολογίς το δικό της πολιτισμό. Χωρίς χορηγούς, χωρίς παράγοντες, χωρίς αιγίδα καμιά, αν επιθυμούμε να έχουμε αποτελέσματα ζωής και επιβίωσης (άλλος ένας ανυπόφορος διαχωρισμός) και να χτυπήσουμε δυναμικά της αιτίες της κρίσης. Να ανθίζει η εμπιστοσύνη της χαμένης Ατλαντίδας από ανθρώπους που ζουν, εργάζονται, έχουν πάθη, καθημερινότητα και ρουτίνα, χρέη και καβάτζες κι αντιλαμβάνονται ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός οφείλεται και προσωπικά στις δικές τους επιλογές. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα της πλήρους αποσύνθεσης του κόσμου που έχει θρυμματιστεί από όλες αυτές τις διαιρέσεις κι ο κόσμος δεν είναι άλλος από το εμείς. Τότε μόνο το «εμείς» έχει ένα νόημα. Όταν ανακτάται αυτή η χαμένη ενότητα κι όταν μια επανανοηματοδότηση λέξεων και οι πράξεων θα φέρνουν λίγο-λίγο στο φως τη σκιά του ανθρώπου: τον κόσμο στον οποίο και ανήκει.
«Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ' το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό…».
Από «το ναυάγιο», του Μανόλη Αναγνωστάκη
Ανασύσταση του δημόσιου χώρου-κοινοτικοποίηση των αναγκών-αναδημιουργία δομών
Ξεκινώντας από τη θέληση για επανασύνθεση του κόσμου και του εαυτού, οι κοινές ανάγκες που μπορούν να τεθούν υπ’ όψη της κοινότητας δεν είναι άλλες από τις ριζικές της επιβίωσης και τις υπερβατικές της ζωής. Το νερό, η στέγη, το φαγητό, η ένδυση, η υπόδηση από τη μια και η μορφή τους από την άλλη. Η αλληλεγγύη, η μοιρασιά, η προσφορά, η ανταλλαγή, το δώρο στην καθημερινότητα δίπλα σε ότι αναπτερώνει τη ζωή: το λόγο την τέχνη, το επέκεινα. Παίρνοντας από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνάμεις του για τον καθένα σύμφωνα με τις ελλείψεις του στο μέτρο συνθηκολόγησης με την καταναγκαστική εργασία, με το εμπόρευμα, με τη γραφειοκρατία. Είναι λόγος κυρίως, που δομεί κοινότητα αναγκών, κοινότητα δημιουργίας. Κοντολογίς ένα χωρόχρονο δραστηριότητας που περιορίζει τους κοινωνικούς ρόλους, που μαζεύει τις δυνατότητες, που λιγοστεύει τη σπατάλη ενέργειας, εργασίας και πόρων, που αναδεικνύει το πρόσωπο του ανθρώπου εν δυνάμει ως όλον κι όχι ως αφαίρεση, που ανεβάζει πιο ψηλά τη φιλοσοφία και τη μόρφωση κι αφήνει το περιθώριο οικοδόμησης σχέσεων που συμβάλουν στο κοινό καλό, ενώ δίνει και τη δυνατότητα να ανθίσει ο κοινωνικός αγώνας στην εποχή του αδιανόητου για τα αυτονόητα. γκ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου