Καράβι ποιός σε κέντησε
ποιός σου βαψε τα ξάρτια
για να με πάρεις μακρυά
και να δακρύσουνε πικρά
της μάνας μου τα μάτια
Φέυγω γιατί με πίκρανε η φτώχια και ο πόνος
ειχε πνιγεί η ελπίδα μου
είχε σβηστεί ο ήλιος
είχε χαθεί ο δρόμος
Με δέρναν όλοι οι καιροί
μου πάγωναν τα μάτια
μου κάναν πέτρα το ψωμί
μου κάναν βούρκο το νερό
και την καρδιά κομάτια
Φέυγω γιατί με πίκρανε η φτώχια και ο πόνος
ειχε πνιγεί η ελπίδα μου
είχε σβηστεί ο ήλιος
είχε χαθεί ο δρόμος
Δεν μου χαν μείνει να αγαπώ
δυο χέρια να αγκαλιάζω
μονό τα χείλι με καημό
και μια φωνη με πυρετό
τον πόνο να φωνάζω
Φέυγω γιατί με πίκρανε η φτώχια και ο πόνος
ειχε πνιγεί η ελπίδα μου
είχε σβηστεί ο ήλιος
είχε χαθεί ο δρόμος
Γυναίκ’ αφήνω νιόπαντρη, μανούλα μου, σε σένα
και πάω να βρω την τύχη μου στα έρημα τα ξένα.
Μετανάστης φεύγω τώρα, αχ μανούλα μου
και στα χέρια σου αφήνω πια την γυναικούλα μου.
Καρδιά αν έχεις, μάνα μου και με πονά η ψυχή σου,
αγάπα την γυναίκα μου σαν να ‘τανε παιδί σου.
Μετανάστης φεύγω τώρα, αχ μανούλα μου
και στα χέρια σου αφήνω πια την γυναικούλα μου.
Στα δάκρυα του χωρισμού, πνίγομαι ο καημένος,
αφήνω την γυναίκα μου καινουριοπαντρεμένος.
Μετανάστης φεύγω τώρα, αχ μανούλα μου
και στα χέρια σου αφήνω πια την γυναικούλα μου.
ποιός σου βαψε τα ξάρτια
για να με πάρεις μακρυά
και να δακρύσουνε πικρά
της μάνας μου τα μάτια
Φέυγω γιατί με πίκρανε η φτώχια και ο πόνος
ειχε πνιγεί η ελπίδα μου
είχε σβηστεί ο ήλιος
είχε χαθεί ο δρόμος
Με δέρναν όλοι οι καιροί
μου πάγωναν τα μάτια
μου κάναν πέτρα το ψωμί
μου κάναν βούρκο το νερό
και την καρδιά κομάτια
Φέυγω γιατί με πίκρανε η φτώχια και ο πόνος
ειχε πνιγεί η ελπίδα μου
είχε σβηστεί ο ήλιος
είχε χαθεί ο δρόμος
Δεν μου χαν μείνει να αγαπώ
δυο χέρια να αγκαλιάζω
μονό τα χείλι με καημό
και μια φωνη με πυρετό
τον πόνο να φωνάζω
Φέυγω γιατί με πίκρανε η φτώχια και ο πόνος
ειχε πνιγεί η ελπίδα μου
είχε σβηστεί ο ήλιος
είχε χαθεί ο δρόμος
Μετανάστες και βαλίτσες
κι αποτσίγαρα ριγμένα
δίπλα από τις ράγες
Τα μεγάφωνα από πάνω
κάνουν σαν τις κάργιες
Οι γιατροί με τους επόπτες
στ' άψε σβήσε μας χωρίζουν
τα καλά απ' τα σκάρτα
Τώρα στη γραμμή σε βάζουν
και σου δίνουν κάρτα
Πώς κουνήθηκεν ο κόσμος
κι από τα χωριά της Δράμας
βρέθηκες σε τόπους
που σαν του καπνού τα φύλλα
βλέπουν τους ανθρώπους
κι αποτσίγαρα ριγμένα
δίπλα από τις ράγες
Τα μεγάφωνα από πάνω
κάνουν σαν τις κάργιες
Οι γιατροί με τους επόπτες
στ' άψε σβήσε μας χωρίζουν
τα καλά απ' τα σκάρτα
Τώρα στη γραμμή σε βάζουν
και σου δίνουν κάρτα
Πώς κουνήθηκεν ο κόσμος
κι από τα χωριά της Δράμας
βρέθηκες σε τόπους
που σαν του καπνού τα φύλλα
βλέπουν τους ανθρώπους
Γυναίκ’ αφήνω νιόπαντρη, μανούλα μου, σε σένα
και πάω να βρω την τύχη μου στα έρημα τα ξένα.
Μετανάστης φεύγω τώρα, αχ μανούλα μου
και στα χέρια σου αφήνω πια την γυναικούλα μου.
Καρδιά αν έχεις, μάνα μου και με πονά η ψυχή σου,
αγάπα την γυναίκα μου σαν να ‘τανε παιδί σου.
Μετανάστης φεύγω τώρα, αχ μανούλα μου
και στα χέρια σου αφήνω πια την γυναικούλα μου.
Στα δάκρυα του χωρισμού, πνίγομαι ο καημένος,
αφήνω την γυναίκα μου καινουριοπαντρεμένος.
Μετανάστης φεύγω τώρα, αχ μανούλα μου
και στα χέρια σου αφήνω πια την γυναικούλα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου