Το παρακάτω κείμενο αποτελεί τη βάση της εισήγησης στο διήμερο εκδηλώσεων με θέμα «μορφές αντίστασης και ελευθεριακής οργάνωσης στον ευρωπαϊκό νότο», η οποία αφορούσε στην παρουσίαση της ελευθεριακής αγροτικής κομμούνας Urupia, η οποία βρίσκεται στον ιταλικό νότο. Το διήμερο αυτό πραγματοποιήθηκε στις 28 και 29 Σεπτέμβρη του 2012 στην Αθήνα από το περιοδικό Ευτοπία και την ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών.
Στον ελλαδικό χώρο όπου πάνω από το πενήντα τοις εκατό του πληθυσμού κατοικεί σε δύο μόνο μεγάλα αστικά κέντρα, το μοντέλο της υπέρμετρης αστικής ανάπτυξης δείχνει να δοκιμάζεται και πιθανότατα στα επόμενα χρόνια να καταρρεύσει. Αυτό δεν θα γίνει λόγω της θέλησης των κατοίκων των πόλεων να το αντικαταστήσουν με κάτι πιο αξιοβίωτο, αλλά λόγω της ανάγκης τους για επιβίωση. Ήδη η ολοένα αυξανόμενη πίεση στον κόσμο της εργασίας, καθώς και η δομική δυσκολία που ούτως ή άλλως παρουσιάζει ο αστικός χώρος σε εναλλακτικές μορφές επιβίωσης, έχει καταστήσει μεγάλα κομμάτια των πόλεων δεξαμενές ανέργων και εξαθλιωμένων.
Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ έχουν επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστούν αυτή την βαρβαροποίηση του άστεως: οι αναγκαίες κατασταλτικές λειτουργίες θα μετακυλιστούν σε ελεγχόμενες μαφίες και παρακρατικές συμμορίες που –σε συνεργασία με την κρατική αστυνομία– θα αναλάβουν το έργο της άγριας καταστολής όσων αντιστέκονται. Αυτός ο συνδυασμός εγκατάλειψης, ανέχειας, βαρβαρότητας και καταστολής, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μαζικότερα μεταναστευτικά κύματα, όχι μόνο προς το εξωτερικό αλλά και προς το εσωτερικό• στις αγροτικές δηλαδή ή ημιαγροτικές περιοχές της ελληνικής επαρχίας.
Μέσα όμως απ’ αυτή τη βίαιη επαναδιεκδίκηση της επιβίωσης, γεννιέται μία κοινωνική δυναμική, η οποία δεν έχει ακόμη αποδείξει σε ποιά κατεύθυνση θα διοχετευθεί. Η διαφαινόμενη αυτή στροφή προς την επαρχία, πέρα από το ότι μπορεί να είναι απλώς πρόσκαιρη ή πλασματική, μπορεί εύκολα να αναπαραγάγει για μια ακόμη φορά το κυρίαρχο μοντέλο.
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι οι εκμεταλλευόμενοι των πόλεων θα μετατραπούν απλώς σε εργάτες γης, σύγχρονοι δουλοπάροικοι σε μεγάλες ιδιοκτησίες υπερεκμετάλλευσης ανθρώπινων και φυσικών πόρων. Άλλωστε το καθεστώς μικροϊδιοκτησίας που ίσχυε σε μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα, στις παρούσες συνθήκες είναι πολύ εύκολο να δώσει τη θέση του σε δομές όπου οι αγρότες δεν θα είναι καν νομείς της έκτασης που καλλιεργούν.
Από την άλλη πλευρά, αιτήματα όπως η «εθνικοποίηση της γης», συχνά μέρος μιας μαρξιστικής πίστης στην ανάπτυξη, σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούν το κυρίαρχο μοντέλο αλλά αντίθετα ενισχύουν την κρατική εξουσία στην οποία και αναθέτουν τη διαχείριση των ζωών μας. Τέτοια αιτήματα το μόνο που μπορούν να εγγυηθούν είναι έναν νέου τύπου συγκεντρωτισμό, άρα νομοτελειακά και έναν πολιτικό αυταρχισμό, ο οποίος θα αφήσει πίσω του κοινωνικά και οικολογικά ερείπια.
Η στροφή όμως προς την επαρχία και προς τις μικρές αγροτικές κοινότητες, έστω κι ως μία αναγκαστική λύση απέναντι στην ανέχεια, μπορεί να αποτελέσει και πρόπλασμα για τη δημιουργία δομών που πραγματώνουν οράματα για μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση. Αγροτικές κομμούνες, δίκτυα παραγωγών και καταναλωτών, αυτοδιαχειριζόμενες τράπεζες αλληλεγγύης, είναι κάποιες από τις αντιδομές που σήμερα μπορούν να απαντήσουν στην αυξανόμενη ανάγκη για επανοικειοποίηση της εγκαταλειμμένης επαρχίας από τους αστικούς μετανάστες αλλά και να αποτελέσουν πυρήνες οργάνωσης και αντίστασης στον αγώνα για την αυτοδιεύθυνση. Όλα αυτά τα εγχειρήματα δεν πρέπει να ειδωθούν σαν απομονωμένες νησίδες στραμμένες προς τον εαυτό τους, αλλά ως μέρη ευρύτερων δικτύων που οδηγούν και συμμετέχουν σε έναν συλλογικό σχεδιασμό. Δεν πρόκειται για αυτάρεσκα λαϊφστάιλ πειράματα ή προσπάθειες εναλλακτικού ασκητισμού, ούτε απλά για μία διαφορετική επιλογή διαχείρισης των πόρων και της παραγωγής. Αντίθετα, αποκτούν το πραγματικό τους νόημα ως μέρη ενός πολύπλευρου ριζοσπαστικού κοινωνικού κινήματος, ώστε μέσα απ’ αυτό να συμμετέχουν σε μια συνολική πρόταση για την πολιτειακή οργάνωση στο πλαίσιο μιας κοινωνικής δημοκρατίας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, αγροτοκομμουνιστικά εγχειρήματα όπως η Ουρουπία, δεν αποτελούν απλώς το παράδειγμα μιας επιτυχημένης εφαρμογής στην πράξη αυτού που η καθεστηκυία ρητορική αποκαλεί «ουτοπία» ή απαξιώνει ως «γραφικότητα», αλλά συγκροτούν πραγματικά κοινωνικά εργαστήρια όπου καθημερινά θίγονται και δοκιμάζονται ζητήματα οργάνωσης κάθε τομέα της ατομικής και κοινωνικής ζωής. Και δοκιμάζονται σε πρακτικό και όχι μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, με όρους δυναμικούς και όχι προκαθορισμένους, που εξαρτώνται από τις αποφάσεις των ίδιων των μελών της κοινότητας και όχι από «ειδικούς» που τους ανατίθεται η επίλυση ξένων προβλημάτων. Στον τομέα που έχει ονομαστεί «οικονομία», η οργάνωση της παραγωγής ξεκινάει από την προσεκτική επανεξέταση των αναγκών και την επαναξιολόγηση των μέσων, και εντέλει αμφισβητεί ακόμα και υποτιθέμενες «κατακτήσεις», όπως είναι η εργαλειοποίηση της γης και η ορθολογική οργάνωση της μισθωτής (ή γενικότερα «ανταποδοτικής») εργασίας. Η οικολογική διαχείριση των πόρων δεν έρχεται σαν ο νέος εύπεπτος καρπός της πράσινης οικονομίας, ούτε σαν μια πριμιτιβιστική υποχρέωση απέναντι σε κάτι ανώτερο που ονομάζεται φύση, αντίθετα προκύπτει αναπόφευκτα ως κομμάτι μιας διαδικασίας που δεν αποδέχεται το βίαιο διαχωρισμό φύσης και κοινωνίας και αναζητεί τρόπους να καταστρέψει κάθε ηγεμονία και κάθε εξουσία που τον γεννά.
Εγχειρήματα όπως η Ουρουπία, δεν μπορούν παρά συνεχώς να διαχειρίζονται αντιφάσεις, να επαναξιολογούν και να αναρωτιούνται συνέχεια για τον εαυτό τους. Έτσι, τα διλήμματα που ανακύπτουν δεν είναι φυσικά του τύπου ευρώ ή δραχμή, αλλά εγχρήματη ή αναρχοκομμουνιστική οικονομία, μισθολογικό σύστημα και ανταποδοτική εργασία ή κάλυψη των πραγματικών αναγκών και εργασία σύμφωνα με τις δυνατότητες της καθεμίας και του καθενός. Και σ’ αυτή τη διεργασία διαρκούς επαναπροσδιορισμού –μια λειτουργία βαθιά επαναστατική– η διαχείριση των αναπόφευκτων αντιφάσεων δεν είναι το αναγκαίο κακό, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του προτάγματος για αυτοοργάνωση, αυτοπροσδιορισμό και αυτοαξιοποίηση της εργασίας. Έτσι, στην καθημερινή διαδικασία συνεχούς επανεξέτασης θεωρητικών ζητημάτων στο εδώ και στο τώρα, της επεξεργασίας τους δηλαδή στην πράξη και στο περιβάλλον της κοινότητας, ποσοτικά και ποιοτικά ζητήματα όπως το θέμα της κλίμακας, της προόδου, της τεχνικής αλλά ταυτόχρονα και των έμφυλων ρόλων και σχέσεων, της ενσωμάτωσης και της αλληλοβοήθειας, είναι ζητήματα που θα επανέρχονται όσο ψάχνουμε τον δρόμο προς την κοινωνική απελευθέρωση και μέχρι την πραγμάτωσή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου